ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ ΤΗΣ 21ης
Οι επέτειοι προσφέρονται για σκέψεις και φρονηματισμό, ιδιαίτερα όταν αφορούν σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21.4.91 οι μνήμες παραμένουν ακόμα νωπές, τουλάχιστον για όσους υπέφεραν κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Καθώς όμως απομακρυνόμαστε από την εποχή εκείνη, ξεθωριάζουν και οι συγκινησιακές φορτίσεις.
Με την πάροδο του χρόνου οι ανακοινώσεις των κομμάτων για την επέτειο παρασύρονται όλο και περισσότερο στην άντληση «διδαγμάτων» που ταιριάζουν στη σημερινή συγκυρία. Σπάνια ανευρίσκει κανείς αναφορές γενικότερου, αξιωματικού χαρακτήρα ή υπόμνηση των συνθηκών και της πολιτικής συμπεριφοράς που είναι αναγκαίες για τη σταθερότητα και ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων. Άλλωστε τα πολιτικά κόμματα είναι από τους κύριους φορείς μέσω των οποίων «επανερμηνεύεται» και «ξαναγράφεται» η ιστορία.
Τελεολογικές ή ντετερμινιστικές προσεγγίσεις, που συνήθως κυριαρχούν στην ελληνική ιστοριογραφία για την ερμηνεία του απριλιανού πραξικοπήματος, υποταγή στους «σιδηρούς νόμους» που δήθεν λειτουργούν στις ιστορικές διαδικασίες επιβάλλοντας με μαθηματική ακρίβεια την έκβαση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, έχουν δημιουργήσει μια εντύπωση περί του αναπόφευκτου του πραξικοπήματος. Είτε επειδή ο στρατός, νικητής του εμφυλίου πολέμου, κατείχε κυρίαρχη θεσμική θέση στο πολιτικό σύστημα είτε διότι άλλα «δομικά» χαρακτηριστικά του συστήματος προκαθόρισαν το αποτέλεσμα.
Αλλά ακόμα κι αν ίσχυε κάτι τέτοιο δε θα έπρεπε να αποτελεί άλλοθι για την αποφυγή μελέτης άλλων δυνατοτήτων έκβασης της παρατεταμένης πολιτικής κρίσης της εποχής και της επισήμανσης πειστικών απαντήσεων για την αποτυχία επιβολής των εναλλακτικών λύσεων. Δεν μπορούμε βέβαια εκ των υστέρων να αγνοήσουμε τα «τετελεσμένα γεγονότα» της ιστορίας ούτε να παραβλέψουμε τις συνέπειές τους. Αλλά ένα τέτοιο εγχείρημα περιγραφής των εναλλακτικών λύσεων είναι άκρως σημαντικό όχι μόνο γιατί επισημαίνει την ηθική και πολιτική ευθύνη των ατομικών και συλλογικών φορέων δράσης, αλλά επίσης γιατί σταθμίζει και αποτιμά τις πορείες δράσης των φορέων αυτών στο συγκεκριμένο χρόνο, χώρο και συνθήκες.
Μόνο μια ολιστική προσέγγιση, που θα έθετε τις πολιτικές εκβάσεις σ’ ένα πλαίσιο ανάλυσης του τρόπου και των σχέσεων πολιτικής κυριαρχίας της εποχής και θα έπαιρνε υπόψη της τις αντιφάσεις και συγκρούσεις στην πολιτική σφαίρα, θα μπορούσε να μας δώσει ορισμένους δείκτες για να κρίνουμε ποιοι παράγοντες έπαιξαν κύριο και καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιτικής κρίσης και ποιοι ήταν δευτερεύοντες.
Έτσι, ενδεικτικά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε:
- Τις πιέσεις των νέων κοινωνικών στρωμάτων, που δημιουργούσε η ταχύρρυθμη καπιταλιστική ανάπτυξη, για συμμετοχή στο πολιτικό σύστημα, το οποίο παρέμεινε καταπιεστικό και «κλειστό».
- Τα αιτήματα ριζικής κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής που είχαν πάρει μαζικό χαρακτήρα και μαζική μορφή πολιτικής κινητοποίησης.
- Τη δομή των κομμάτων (αρχηγικά, πελατειακά, χωρίς εσωτερική δημοκρατική οργάνωση, χωρίς διαδικασίες ανάδειξης ηγεσίας κ.λπ.) που προσδιόρισε τις αντιδράσεις και την αποτελεσματικότητα των αντιστάσεων απέναντι στην επίθεση του Θρόνου και του Στρατού.
- Τις πολιτικές ιδεολογίες των κομμάτων, με την Αριστερά -κυρίως την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ και τους μηχανισμούς της που ήλεγχαν την ΕΔΑ- αιχμαλωτισμένη στο σύνδρομο του «χαμένου παραδείσου», και τη Δεξιά (ΕΡΕ) εγκλωβισένη σε εμφυλιακά και αντι-κομμουνιστικά πλέγματα. Και οι δύο αντιτιθέμενες ιδεολογίες δεν αποτελούσαν αποτελεσματική αποτροπή απέναντι σε βίαιες λύσεις της πολιτικής σύγκρουσης και των διαφορών, μολονότι και στις δύο πλευρές υπήρχαν έξοχες κοινοβουλευτικές προσωπικότητες, όπως ο αείμνηστος πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού.
Δεν ήταν άραγε συμπτωματικό των ψυχώσεων, των αντιλήψεων και της ατμόσφαιρας της εποχής το γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όταν το στρατιωτικό απόσπασμα που εισέβαλε στο σπίτι του για να τον συλλάβει, είχε κατ’ αρχήν την εντύπωση ότι επρόκειτο περί κομματιστικού πραξικοπήματος;
- Την πολιτική συμπεριφορά των κομμάτων που στην πράξη δεν κατάφεραν να διαγνώσουν εγκαίρως τον πραγματικό κίνδυνο και κυρίως απέφυγαν να προβούν δημοσίως, ανοιχτά μπροστά στο λαό, στους αναγκαίους πολιτικούς συμβιβασμούς για τη δημοκρατική και κοινοβουλευτική διέξοδο από την κρίση.
Αν παίρναμε υπόψη μας όλα αυτά τα στοιχεία, που ενδεικτικά και μόνο παράθεσα, τότε η εικόνα περί των συνθηκών μέσα στις οποίες εξετράφη η «λύση» του πραξικοπήματος θα έπαιρνε διαφορετικές διαστάσεις απ’ αυτές που συνήθως προβάλλονται με βάση τα «ιμπεριαλιστικά σχέδια», τη «δομή του καπιταλισμού» και τα παρόμοια.
Μπαίνει συχνά κανείς στον πειρασμό να συνυπογράψει τη ρήση ότι «οι σκλάβοι είναι εξίσου ένοχοι με τους τυράννους» και να καταλήξει εύκολα στα συμπέρασμα ότι, σε τελευταία ανάλυση, οι λαοί έχουν τις κυβερνήσεις και τα πολιτικά καθεστώτα που πραγματικά τους αξίζουν. Πρόκειται για μια στάση που περιέχει υπερβολική ίσως δόση αλαζονείας, κυνισμού και περιφρόνησης απέναντι στη μοίρα των λαών, εφόσον φαίνεται να δικαιώνει τη διαιώνιση και παγίωση των σχέσεων μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων που επικρατούν κάθε φορά.
Μπορεί η θέση αυτή να ελεγχθεί ηθικά: η άγια μάχαιρα του Βρούτου πρέπει να καταδιώκει μόνο τους Καίσαρες. Αλλά, από πολιτική άποψη, η στάση αυτή βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, καθώς στις σχετικά ελεύθερες κοινωνίες με στοιχειώδεις συνθήκες επιλογής ούτε οι ηγεσίες ούτε οι λαοί είναι άμοιροι ευθυνών για την πολιτική τους συμπεριφορά και τα αποτελέσματα της πολιτικής τους δράσης.