ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΩΦ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Επιστρέφοντας οίκαδε από την επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία σημείωσε μεγαλύτερη επιτυχία απ’ όση αναμενόταν, ο Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ βρίσκεται αντιμέτωπος σοβαρών προβλημάτων από την ικανοποιητική επίλυση των οποίων θα εξαρτηθεί και η δική του πολιτική επιβίωση. Η στήριξη της Δύσης δεν μπορεί να θεραπεύσει τη βαθύτατη οικονομική και πολιτική κρίση που διέρχεται η Σοβιετική Ένωση ούτε να υποκαταστήσει τις αναγκαίες λύσεις. Διευκολύνει απλώς ορισμένους προσανατολισμούς της σοβιετικής ηγεσίας.
Το εσωτερικό μέτωπο είναι το κρίσιμο πεδίο πάνω στο οποίο θα κριθεί το στοίχημα της περεστρόικα και η προσωπική τύχη του Γκορμπατσώφ. Δύο διαδικασίες που πυροδοτήθηκαν από τον μεταρρυθμιστικό οίστρο του Γκορμπατσώφ, η οικονομική και η πολιτική, έχουν ανατρέψει τις παλιές ισορροπίες του συστήματος χωρίς να μπορέσουν να εγκατα- στήσουν καινούργιες που να εγγυώνται τη σταθερότητα.
Η διαπλοκή των δύο αυτών διαδικασιών έχει υποσκάψει και την οικονομική και την πολιτική κεντρική εξουσία. Η σοβιετική κυβέρνηση αδυνατεί να επιβάλει μέσω των αρμόδιων νομοθετικών σωμάτων την ασυνάρτητη οικονομική της πολιτική. Ο οικονομικός προστατευτισμός που εισάγουν οι διάφορες Δημοκρατίες και τα οικονομικά μέτρα των Δήμων απονευρώνουν στην πράξη τις εξουσίες των κυβερνητικών οργάνων κεντρικού σχεδιασμού. Ο Γιέλτσιν θέλει να τερματίσει το καθεστώς των επιχορηγήσεων στις πωλήσεις πετρελαίου προς τις άλλες Δημοκρατίες, επιχορηγήσεις που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ανέρχονται σε 70δισ. ρούβλια (ή 118 δισ. δολάρια με την επίσημη ισοτιμία).
Ο διάχυτος οικονομικός και πολιτικός εθνικισμός, που εκδηλώνεται με ποικίλες μορφές, αποστερεί τις κεντρικές αρχές από αποτελεσματικά μέσα ελέγχου και διευθέτησης των κρίσεων, εκτός της ωμής βίας, εφ’ όσον το κύρος των δύο παραδοσιακών πηγών της εκτελεστικής εξουσίας, της κυβέρνησης και του κόμματος, έχει διαβρωθεί, δημιουργώντας επικίνδυνο κενό. Οι δε προοπτικές διάσπασης του ΚΚΣΕ μετά το συνέδριό του τον επόμενο μήνα δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν.
Η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων προκαλεί αναπόφευκτα κοινωνικές και οικονομικές αποδιαρθρώσεις. Η κατάσταση της σοβιετικής οικονομίας, που η λέξη χαώδης αδυνατεί ίσως να την περιγράφει με ακρίβεια, είναι γνωστή. Όπως είναι γνωστό και γενικά παραδεκτό, τόσο από Σοβιετικούς όσο και από ξένους ειδήμονες, ότι η αναδιάρθρωση και αναζωογόνηση της σοβιετικής οικονομίας αποτελεί ζωτική ανάγκη για την επιβίωση της χώρας σε συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού και ενοποίησης της παγκόσμιας αγοράς και την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αναδιάρθρωση όμως που συνεπάγεται με μαθηματική ακρίβεια υψηλό κοινωνικό κόστος και τρέφει την απειλή βίαιων κοινωνικών συγκρούσεων και αυξανόμενου εθνικιστικού κατακερματισμού.
Ποιες είναι όμως οι πολιτικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και ποια τα κύρια χαρακτηριστικά ενός πολιτικού συστήματος που θα κληθεί να φέρει σε πέρας με επιτυχία την οικονομική αναδιάρθρωση;
Ποιοι είναι οι πιθανοί συνδυασμοί δυναμισμού και σταθερότητας που χρειάζεται το σύστημα;
Το ερώτημα είναι σαφέστατο και επίκαιρο διότι η σημερινή κατάσταση διολίσθησης του συστήματος στην πλήρη αποσύνθεση δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί, εκτός κι αν πιστέψει κανείς σε κάποια μοιραία, νομοτελειακή κίνηση των πραγμάτων ή σε κάποιο ανεμπόδιστο σύνδρομο αυτοκαταστροφής.
Οι λύσεις, ωστόσο, που θα επικρατήσουν για την έξοδο από την κρίση, δεν μπορούν παρά να προ- κύψουν σε συνάρτηση με ορισμένες συντεταγμένες του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής παράδοσης της χώρας.
Η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, επί παραδείγματι, που θα βασιζόταν σε πολυκομματικό σύστημα, στην οικονομία της αγοράς, στην πολυμορφία της ιδιοκτησίας, στην ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά, στη δημιουργία αποτελεσματικού συστήματος κρατικής πρόνοιας για την απορρόφηση του κοινωνικού κόστους και θα δημιουργούσε τον αναγκαίο πολιτικό χώρο για την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και των πολιτιστικών πρωτοβουλιών, δεν φαίνεται να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Πρώτον, γιατί απουσιάζει μια τέτοια ισχυρή παράδοση, δεύτερον γιατί ο πολιτικός πλουραλισμός δεν έχει κάνει ακόμα αποφασιστικά βήματα και δεν έχει σταθερή βάση και τρίτον γιατί οι αναγκαίοι θεσμοί για τη διαπραγμάτευση του επιμερισμού του κόστους της οικονομικής αναδιάρθρωσης και της δημιουργίας θεσμικής συναίνεσης (κυβέρνηση, βιομηχανία, εργατικά συνδικάτα) δεν έχουν αυθύπαρκτη, ανεξάρτητη και ισχυρή βάση.
Επάνοδος σ’ έναν τύπο μπρεζνιεφικού πολιτικού συστήματος με επανασυγκέντρωση των οικονομικών εξουσιών στο κράτος, περιορισμό των προσδοκιών και προγράμματα εκτάκτου ανάγκης για την αύξηση της παραγωγής, μια συντηρητική δηλαδή στροφή σ’ ένα είδος κοινωνικού καισαρισμού σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, γραφειοκρατικοποίησης και φθίνουσας απόδοσης, αποκατάστασης των προνομίων της νομενκλατούρας, αλλά ενδεχομένης πιο ισότιμης κατανομής των αγαθών, δεν φαίνεται επίσης πιθανή, εφ’ όσον έχουν ανοίξει πλέον οι ασκοί του Αιόλου.
Μια τρίτη εκδοχή εστιάζεται αναγκαστικά στις αυταρχικές φλέβες του συστήματος. Ένα αυταρχικό καθεστώς θα επέβαλε την εργατική πειθαρχία, θα είχε τη σθεναρή υποστήριξη του στρατού (δεν είναι καθόλου τυχαίες οι συζητήσεις για τον παρεμβατικό πολιτικό ρόλο του στρατού) και με μοχλό το κράτος θα προσπαθούσε να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη.
Πολιτικός αυταρχισμός και οικονομική ανάπτυξη δεν είναι πράγματι ασυμβίβαστα. Η ανασυγκρότηση του σοβιετικού πολιτικού συστήματος σε αυταρχικές κατευθύνσεις θα μπορούσε να αντλήσει από γνωστές ιδεολογικές δεξαμενές της παράδοσης και θα είχε στη διάθεσή του τρεις, θεσμικούς άξονες εξουσίας: το κόμμα, την προεδρία και τον εθνικισμό.
Η σημερινή κατάσταση του, κόμματος, η κομματική γραφειοκρατία και διαφθορά, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής αναποτελεσματικότητας.
Η προεδρία, η οποία επί Γκορμπατσώφ έχει συγκεντρώσει ισχυρότατη εξουσία, προσφέρει καλύτερο όχημα αλλά παρουσιάζει και αρκετά μειονεκτήματα: δεν προέρχεται απ’ ευθείας από τη λαϊκή εντολή, δεν μπορεί από μόνη της να τιθασεύσει τις φυγόκεντρες και αποσχιστικές τάσεις των εθνικισμών της ΕΣΣΔ. Το πρόβλημα της νομιμοποίησης δεν είναι εύκολο να λυθεί.
Ο εθνικισμός, τέλος, παρουσιάζει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα. Το ρεύμα του ρωσικού; εθνικισμού ισχυροποιείται και αποτελεί πλέον μία πραγματικός τα που δύσκολα μπορεί να αγνοήσει ο Γκορμπατσώφ. Μπορεί να αποτελέσει τη συνεκτική ουσία μεταξύ κράτους και κοινωνίας και να πληρώσει το ιδεολογικό κενό που άφησε η κατάρρευση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Προσφέρεται σαν καταλληλότερη πηγή κοινωνικής αλληλεγγύης, ηθικής ανάτασης και δίαυλος διοχέτευσης ομαδικών συγκινήσεων και συλλογικών παραπόνων. Η επιλογή ενός αυταρχικού εθνικισμού θα γίνει αναγκαστική εάν η διάβρωση της οικονομικής και πολιτικής συγκεντρωτικής εξουσίας οδηγήσει στα πρόθυρα της κατάρρευσής της και στον κίνδυνο μιας πραγματικά αποκαλυπτικής πολιτικής έκρηξης και λαϊκής εξέγερσης.
Οι λύσεις που θα επικρατήσουν, η τελική έκβαση της φανερής πλέον διαμάχης για το οικονομικό και πολιτικό μέλλον της Σοβιετικής Ένωσης δεν είναι ανάγκη βέβαια να ακολουθήσουν τα υποθετικά μοντέλα που περιγράψαμε. Πολλοί συνδυασμοί είναι, δυνατοί. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η ώρα των ριζικών αποφάσεων για τον Γκορμπατσώφ έχει ήδη σημάνει.