«Φανεόν τοίνυν ἐκ τούτων ὡς οὔτε πέφυκε μίαν οὕτως εἶναι τύν πόλιν ὥσπερ λέγουσί τινες, καί τό λεχθέν ὡς μέγιστον ἀγαθόν ἐν ταῖς πόλεσιν ὅτι τάς πόλεις ἀναιρεῖ… ότι τό λίαν ένοϋν ζητεΐν τήν πόλιν ούκ έστιν άμεινον.».
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Πολιτικά I–III, 1261 β.
«Από αυτά λοιπόν καθίσταται φανερό ότι η πόλη από τη φύση της δεν μπορεί να είναι απόλυτα ενωμένη, μία, όπως ισχυρίζονται ξερικοί, κι ότι αυτό που έχει χαρακτηρισθεί σαν το μέγιστο αγαθό για τις πόλεις, καταλύει τις πόλεις… το να ζητεί κανείς την απόλυτη ενότητα της πόλης δεν είναι το καλύτερο».
Η πολιτική έκανε τη θριαμβευτική της επάνοδο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Φαίνεται, κατ’ αρχήν, παράδοξος ένας τέτοιος ισχυρισμός, όταν η επικρατούσα αντίληψη στους Κόλπους της Αριστεράς ήθελε τα Κομμουνιστικό κόμματα και τους οπαδούς τους άκρως «πολιτικοποιημένους» φορείς, τα δε καταρρεύσαντα κομμουνιστικά καθεστώτα πρότυπα «πολιτικής κινητοποίησης» ή ανύψωσης του πολιτικού επιπέδου «των μαζών». Απέναντι στην υποτιθέμενη πολιτική απάθεια της Δύσης, αποτέλεσμα της σκόπιμης επιδίωξης του αστικού συστήματος «άπολιτικοποίησης των μαζών», πράγμα εν μέρει και κατά περίπτωσίν αληθές, αντιπαρετίθετο η ενεργός συμμετοχή και πολιτική κινητοποίηση στις «σοσιαλιστικές χώρες».
Η πολιτική αυτή ευδαιμονία ήταν αναγκαίο συμπλήρωμα της εικόνας περί οικονομικής ευημερίας και κοινωνικών κατακτήσεων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Επρόκειτο βέβαια για έναν ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό μιας κατάστασης που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί, από πολιτική άποψη, ότι ανταποκρινόταν στους στοιχειώδεις κανόνες που διέπουν ένα «πολιτικό σύστημα».
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι σφοδροί πολέμιοι της πολιτικής, είναι στην πραγματικότητα καθεστώτα αντι-πολιτικά. Δυσπιστούν απέναντι στην πολιτική, προσπαθούν να την εξοστρακίσουν με κάθε μέσο από τη δημόσια σφαίρα, να την εγκλωβίσουν στα πλαίσια του μοναδικού κόμματος. Κάποια «πολιτική» βέβαια ενυπάρχει σε τέτοια καθεστώτα που αποδίδεται συνήθως με τις γνωστές φράσεις: ίντριγκα, παλατιανό πραξικόπημα, εσωκομματική πάλη, αντικομματική ομάδα, σύγκρουση φραξιών και άλλες γνωστές και «κομψές» εκφράσεις του κομμουνιστικού πολιτικού λεξιλογίου που δεν μπορούν βέβαια να αποκρύψουν ακριβώς την απουσία της πολιτικής.
Γιατί η φύση της πολιτικής από την εποχή του Αριστοτέλη, παραμένει απαράλλαχτη: αφορά τη δραστηριότητα εκείνη που επιτρέπει τη συμφιλίωση των διαφόρων συμφερόντων με τη διαδικασία της συμμετοχής τους στην εξουσία, ανάλογα με τη σημασία τους στην ευημερία και την επιβίωση μιας ανθρώπινης κοινότητας στο πλαίσιο μιας εδαφικής μονάδας. Είναι μια δραστηριότητα κι όχι ένα πράγμα, όπως ένα φυσικό αντικείμενο, που θα μπορούσε να υπάρχει αν τα άτομα δεν εξακολουθούσαν να επενεργούν επ’ αυτού. Και είναι μια πολύπλοκη δραστηριότητα. Γιατί μέσω της πολιτικής και της πολιτικής διαδικασίας καθορίζονται οι προτεραιότητες και η σειρά ικανοποίησης όλων των άλλων συμφερόντων που αντιμάχονται διεκδικώντας το μερίδιο των δοσμένων και περιορισμένων πόρων μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης κοινότητας. Διαφορετικές ομάδες συνυπάρχουν και συνεξελίσσονται επειδή είχαν κοινό συμφέρον στην επιβίωσή τους και επειδή ασκούν την πολιτική δραστηριότητα. Το «κοινό αγαθό» που επιδιώκεται είναι αποτέλεσμα της πρακτικής συμφιλίωσης των συμφερόντων των διαφόρων ομάδων, δεν είναι κάποια αφη- ρημένη έννοια, «αντικειμενικά» προσδιορισμένη.
Η πολιτική διακυβέρνηση απαιτεί ένα μίνιμουμ ελευθερίας, γιατί η πολιτική αποτελεί διαδικασία συζήτησης, διαλόγου. Εξ ου και η ύπαρξη αντιπολίτευσης αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για τη λειτουργία της πολιτικής διακυβέρνησης. Η ελευθερία εξαρτάται από την πολιτική καθώς η ίδια η πολιτική εξαρτάται από το σύστημα διακυβέρνησης. Η πολιτική δράση είναι–μια δημόσια δραστηριότητα μεταξύ ατόμων που έχουν τη νομική υπόσταση ελευθέρων ατόμων. Κι ας αναθυμηθούμε την αντιπαράθεση ελεύθερου και σκλάβου στην αρχαία Ελλάδα, για να κατανοήσουμε ότι η ελευθερία είναι αναπόσπαστα δεμένη με το σύστημα διακυβέρνησης μιας κοινωνίας. Τα πολιτικά συστήματα είναι τα μόνα συστήματα διακυβέρνησης στα οποία η αλήθεια δεν διακυβεύει την ίδια την υπόσταση και ύπαρξή τους: αντίθετα, σ’ άλλα συστήματα διακυβέρνησης -τα αυταρχικά, τα ολοκληρωτικά- η τιμωρία των βλάσφημων και αιρετικών και η λειτουργία του λογοκριτή αποτελούν αναγκαίους λειτουργικούς θεσμούς. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διαπιστωθούν τα συμφέροντα, η ισχύς, η διάθεση και οι επιδιώξεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, πέραν των εκθέσεων και αναφορών της μυστικής αστυνομίας.
Η επάνοδος της πολιτικής στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που κατάφεραν να αποτινάξουν τον ζυγό του ολοκληρωτισμού δεν συνδέεται μόνο με τα νομικά δικαιώματα του πολίτη απέναντι στο κράτος, αλλά με την ίδια την πολιτική δραστηριότητα, την αναγνώριση των αντίθετων και διαφορετικών ομάδων συμφερόντων, γνώμης, αξιών, ιδεολογίας.
Η μαρξιστική προσπάθεια υπερπολιτικοποίησης των πάντων ήταν στην πραγματικότητα μια προσπάθεια εξολόθρευσης της πολιτικής. Γιατί η πολιτική αφορά περιορισμένους στόχους, ενώ η ολοκληρωτική ιδεολογία επαγγέλλεται συγκλονιστική και συνολική εκ θεμελίων αλλαγή των πραγμάτων. Απαιτεί τη συγχώνευση της πολιτικής μέσα στην «κοινωνία», την απορρόφησή της. Είναι επώδυνη βέβαια η συνειδητοποίηση, όπως έγραψε ο Hannah Arendt στο μεγάλο έργο Origins of Totalitarianism, ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι προϊόντα της δημοκρατικής εποχής, στηρίζονται σε μαζικά κινήματα και στη μαζική συγκατάθεση, δείγμα ότι η πολυθρύλητη «λαϊκή συγκατάθεση» δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκην ελευθερία. Η ολοκληρωτική ιδεολογία επιθυμεί και επιδιώκει να «λύσει της αντιφάσεις», να ενοποιήσει «τα αντίθετα», να υποδείξει ότι τα πάντα στον κόσμο είναι «κοινωνική ταυτότητα» και τα άτομα δεν είναι ανεξάρτητα σε τίποτα.
Απέναντι στην εκμηδένιση της πολιτικής και κατά συνέπειαν της ελευθερίας που επιφέρει η επικράτηση και επιβολή της ολοκληρωτικής ιδεολογίας και των ολοκληρωτικών καθεστώτων, τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα έρχονται να επιβεβαιώσουν την παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι η απόλυτη ενότητα, η ολοσχερής εξαφάνιση των αντιθέσεων καταστρέφει την πόλη.
Βέβαια τέτοιες παρατηρήσεις μπορεί να απογοητεύουν όσους έχουν συνηθίσει να αναζητούν στην πολιτική, όπως την ορίσαμε πιο πάνω, κάποιο ιδανικό, ή όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η πολιτική μπορεί να τους προμηθεύσει και να τους προστατεύσει με κάποια ιδεολογία.
Μολονότι οι ιδεολογίες είναι ελεύθερες να αντιπαρατάσσονται και να αντιμάχονται μέσα στο πολιτικό σύστημα, η επικράτηση της ιδεολογίας σημαίνει το τέλος της πολιτικής.
Η πολιτική ενσωματώνει μια ηθική κι ένα συνειδητό σκοπό. Αποτελεί τον μόνο τρόπο με τον οποίο κυβερνώνται οι ελεύθερες κοινωνίες. Είναι μια δραστηριότητα ευπροσάρμοστη, ευλύγιστη και συμφιλιωτική. Για να παραμείνει αιώνια ανανεωτική και ζωντανή διαδικασία χρειάζεται να πατά γερά στην πραγματικότητα από την οποία αντλεί δύναμη, όπως ο αρχαίος Ανταίος από τη Μητέρα Γη. Οι άνθρωποι που μιλούν τη γλώσσα των απόλυτων αιτημάτων και διεκδικήσεων, των απόλυτων αρχών, δεν μπορούν να είναι πολύ ευτυχείς με την πολιτική διαδικασία και πρακτική, οι οποίες είναι δύστροπες, δύσβατες, και σκληροτράχηλες. Και φυσικά δεν μπορούν ακόμα περισσότερο να είναι ευτυχείς με το αποτέλεσμα.
Ο κυνισμός και η ανυπομονησία των ιδεαλιστών, η απέχθεια όσων μισούν τα ημίμετρα θα είχαν αισθητά υποχωρήσει αν είχε κατανοηθεί πλήρως η φύση της πολίτικης διαδικασίας. Η ηθική των απόλυτων σκοπών στην πολιτική καταλήγει καθαρός φαρισαϊσμός.
Στην πολιτική, οι τρόποι είναι άγαρμποι και άσχημοι, αλλά η δραστηριότητα χρήσιμη και επωφελής για τη συμβίωση στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Ο Πλάτων κυνηγούσε το ιδανικό της ηθικής ενότητας σαν την ουσία του καλού πολιτεύματος, ενώ αντίθετα ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ακόμα κι αν ήταν δυνατή η πλήρης ενότητα της πόλης, οι πολίτες θα όφειλαν να μην επιδιώξουν την επίτευξη του στόχου αυτού, γιατί κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την καταστροφή της πόλης.
Θα τολμούσε κανείς να υποστηρίξει ότι για τη διατήρηση της πόλης και της ελευθερίας οι διαφορές μεταξύ των πολιτών, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να εφευρεθούν.