Ο «θατσερισμός» αλλάζει τη Βρεταννία…

ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΕΧΕΙ ΕΚΘΡΟΝΙΣΕΙ ΑΡΚΕΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

Η εν όλω ή εν μέρει αντικατάσταση της παλιάς κυβερνώσας ελίτ άφησε ένα χάσμα που πολλές φορές δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί. Το παλιό κατεστημέ­νο δεν πρόκειται να παραδώσει τα όπλα αμαχητί.

(Τον Λιυύρι – «Καθημιρινής»)
Tα «τέκνα της θάτσερ» που απαρτίζουν τη νέα ελίτ δεν περιορίζονται στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά συναντιόνται ως σύνολο ατόμων, ομάδων και αντιλήψεων σε όλους τους κρίσιμους θεσμούς του κράτους και της κοινωνίας.

Οι συνέπειες της διακυβέρνησης της Βρεταννίας από τη Μάργκαρετ θάτσερ, αδιάλειπτα από το 1979, στις οικονομικές και κοινωνικές δομές της χώρας, είναι φυσικό ν’ αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης από τη Δεξιά και την Αριστερά, και πέρα από τα σύνορα της Βρεταννίας. Και συνάμα αντικείμενο έντονης πολιτικής διαμάχης εφ’ όσον το παράδειγμα προβάλλεται και προς μίμησίν και προς αποφυγήν. Άλλωστε ο όρος θατσερισμός, οποιοδήποτε περιεχόμενο κι αν του προσδώσει κανείς, υποδηλώνει πάνω απ’ όλα όχι μόνο ένα λίγο – πολύ συνεκτικό σύνολο φιλοσοφικών και πολιτικών προτάσεων, αλλά και μια πολιτική πρακτική που ασκήθηκε και ασκείται με διάφορους βαθμούς επιτυχίας, πράγμα που απαιτεί σοβαρές προσεγγίσεις.

Στόχος του πολιτικού σχεδίου του νέου συντηρητισμού υπό τη Μάργκαρετ θάτσερ αποτέλεσε κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί όχι η εξάλειψη των συμπτωμάτων αλλά μάλλον η ριζική θεραπεία της Malaise Britanique (η βρεταννίτιδα, το σύνδρομο, τα δομικά και χαρακτηριολογίκα στοιχεία της βρεταννικής παρακμής, ιδιαίτερα έκδηλης στη δεκαετία του ’70).

Οι αλλαγές που έχουν από τότε επέλθει στη βρεταννική κοινωνική και οικονομική οργάνωση είναι βαθειές, σε βαθμό μάλιστα που δεν θα δυσκολευόταν κανείς να υποστηρίξει ότι, εκτός των άλλων, υπόστρωμα αξιών και θεσμοί που χαρακτήριζαν την μεταπολεμική περίοδο, έχουν υποστεί ριζική αναμόρφωση, από άποψη περιεχομένου και κατεύθυνσης.

θα παρουσίαζε λοιπόν επίκαιρο ενδιαφέρον μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από τα φαινόμενα του θατσεριαμού και τα πρακτικά του αποτελέσματα καθ’ όσον μάλιστα τη δεκαετία του ’80 σφράγισε η άνοδος και επικράτηση των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού, κατά την προσφιλή έκφραση των νεο-συντηρητικών. Γιατί, εκτός μερικών εξαιρέσεων**, και ελλιπής πληροφόρηση υπάρχει γύρω από το θέμα των πρακτικών συνεπειών της πολιτικής συνταγής του νεοφιλελευθερισμού και βεβαιότητα γύρω από τη διαρκή ή μη αξία των επιτευγμάτων του, όπου φυσικά εφαρμόστηκε, εν όλω ή εν μέρει. Και επί πλέον γιατί, σύμφωνα με γνωστή ελληνική συνήθεια, οι ενθουσιώδεις εισαγωγείς πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων στην Ελλάδα -ελλείψει ενδογενούς παραγωγής πολιτικής θεωρίας και σκέψης, τομέας όπου η έννοια της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» θα μπορούσε ίσως να έχει ευρύτερα περιθώρια γόνιμης εφαρμογής κι απόδοσης- παραλείπουν κατά κανόνα να καταπιαστούν με τη μέτρηση του οικονομικού και κοινωνικού κόστους των πολιτικών τους προτάσεων.

Άλλωστε, μία κατά προσέγγιση αλλά σαφής αποτίμηση του κόστους εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου δόγματος στις ελληνικές συνθήκες, θα μας έδινε και κάποιο μέτρο σύγκρισης με τα πεπραγμένα του κυβερνώντος κόμματος, εφ’ όσον η πολιτική πρακτική και ιδεολογία του εμπνεύστηκε από το σοσιαλιστικό υπόδειγμα. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να σταθμίσει σε μία πιο ορθολογική βάση τις δυνατότητες, τα όρια και τους περιορισμούς των δύο προσεγγίσεων στα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και των δύο υποδειγμάτων λύσεων που συνεπάγονται. Ας μην επεκτείνουμε όμως την παρένθεση μπαίνοντας σε λεπτομέρειες κι ας αφήσουμε προς το παρόν εκκρεμή τα πολύπλοκα πράγματι ζητήματα που προκύπτουν από την εμπειρία της «θατσερικής επανάστασης».

Ωστόσο μία σημαντική της πλευρά, αν και λιγότερο γνω­στή, αξίζει να μας απασχολήσει για λίγο. Πρόκειται για τις αλ­λαγές, μετατοπίσεις ισχύος και ιδεολογίας που έχουν συντελεστεί στους κόλπους της βρεταν­νικής κυβερνώσας ελίτ. Υπο­στηρίζεται ότι τη Βρεταννία έπαψε πια να κυβερνά το παλιό κατεστημένο (Establishment). Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1955 ο Henry Fairlie, πολιτικός αρθρογράφος της εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Spectator» (βλ. Fontana Dictio­nary of Modern Thought) για να εντοπίσει και να περιγράφει όχι μόνο τα επίσημα κέντρα εξου­σίας αλλά όλα εκείνα τα δίκτυα των επίσημων και κοινωνικών σχέσεων μέσα από τα οποία ασκείται η εξουσία αυτή.

Μ’ αυτή την έννοια στο σύμπλεγμα αυτό της εξουσίας, που είχε πυρήνα τη βασιλική οικογένεια και στην καρδιά του το Foreign Office, ανήκαν από τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ ώς τον διευθυντή των «Times». Και φυσικά το δίκτυο αυτό διακρινόταν για την τρομερή επιρροή που ασκούσε στα πολιτικά πράγματα, την αμοιβαία υποστήριξη των μελών του και τον πέπλο μυστηρίου που κάλυπτε τις διακλαδώσεις και πράξεις του.

Συντηρητική, επιφυλακτική, συχνά ερασιτεχνική, πατερναλιστική και «αφ’ υψηλού» ορώσα, πιστή στην παράδοση και υπέρμαχος των συμβιβασμών στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο για τη διατήρηση της τάξης, η κυβερνώσα αυτή ελίτ έφθασε να θεωρείται ότι αποτελούσε ένα από τα κυριότερο εμπόδια αναγέννησης της βρεταννικής κοινωνίας: μιας νέας καπιταλιστικής ώθησης που θα έδινε νέο δυναμισμό στην οικονομική και κοινωνική ανάπλαση της χώρας, σταματώντας τη φθίνουσα πορεία και παρακμή, στη διαχείριση των οποίων περιοριζόταν κυρίως το κατεστημένο.

Η σύνθεση του πλέγματος αυτού πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής έ:χει σήμερα αλλάξει δραστικά, αν υιοθετήσει κανείς την ανάλυση του John Lloyd, που εκθέτει με σειρά άρθρων στους «Financial Times» τον περασμένο Ιούλιο. Μία νέα γενιά ανδρών κα ι γυναικών, «τα τέκνα της θάτσερ», έχει εκθρονίσει αρκετούς από τα παλιά κέντρα ισχύος του κατεστημένου, ενώ ο’ άλλες εστίες έχει μάλλον ολοσχερώς επικρατήσει.

Η γενιά αυτή είναι προϊόν της σύγχρονης, δυναμικής και καπιταλιστικής ανάπτυξης της Βρεταννίας υπό τη Μάργκαρετ θάτσερ. Απεχθάνεται τις γραφειοκρατικές και κορπορατίστικες δομές της σοσιαλ-δημοκρατικής περιόδου, είναι υλιστική κι άκρως; καταναλωτική, θηρεύει τις ηδονές χωρίς τις τύψεις του βικτωριανού πουριτανισμού κι. είναι «διεθνιστική», βλέπει δηλαδή και δρα πέρα από τη νησιώτικη νοοτροπία χωρίς ωστόσο ν’ απεκδύεται τον μανδύα του πατριωτισμού. Κι επειδή τα μέλη της προέρχονται συνήθως από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, δεν έχουν δηλαδή επιτύχει την οικονομική και κοινωνική τους άνοδο είτε κληρονομικά) δικαιώματι, λόγω της αριστοκρατικής τους καταγωγής, είτε χάρις στα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων που εκπορεύονται από την ιδιωτική εκπαίδευση, πιστεύουν και υποστηρίζουν αξιοκρατικότερους τρόπους κοινωνικής κι επαγγελματικής ανάδειξης.

Κέντρο, φυσικά, αναφοράς κι άντλησης προτύπων συμπεριφοράς και αξιών είναι η αγορά που αναδείχτηκε ξανά στο επίκεντρο των φιλοσοφικών, ιδεολογικών και πολιτικών αναλύσεων κι αναζητήσεων από τους οπαδούς του νεο-φιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα αποτέλεσε και την ατμομηχανή ανάδειξης της γενιάς αυτής. Τα μέλη που απαρτίζουν τη νέα αυτή ελίτ δεν περιορίζονται στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά συναντώνται ως σύνολο ατόμων, ομάδων κι αντιλήψεων σ’ όλους τους κρίσιμους θεσμούς του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών, από τη Δημόσια Διοίκηση ώς τα μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τον ακαδημαϊκό κόσμο.

Η εν όλω ή εν μέρει αντικατάσταση της παλιάς κυβερνώσας ελίτ άφησε ένα χάσμα που πολλές φορές δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί. Το παλιό κατεστημένο δεν πρόκειται να παραδώσει τα όπλα αμαχητί. Έχει πίσω του παράδοση, εκλεπτυσμένη και επεξεργασμένη κουλτούρα, δίκτυα μετάδοσης των αξιών του, διαθέτει δηλαδή ισχυρούς μηχανισμούς απορρόφησης κι ενσωμάτωσης. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι παρά τη σύγκρουση αξιών τα «τέκνα της θάτσερ», το Disestablishment όπως χαρακτηριστικά το αποκαλεί ο Lloyd, αποτελούν ήδη αναπόσπαστο μέρος του παλιού κατεστημένου, αν όχι το νέο κατεστημένο.

* Ο κ. Β. Καπετανγιάννη; είναι δρ Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

Σημείωση

Βλ. π.χ. το πρόσφατο ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ, τ. 55, Αύγουστο; 1988 και τις ανταλλαγές απόψεων Ανδριανόπουλου – Μουζέλη στο «ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ»* πέρυσί.