ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ «Κοινωνική ανάπτυξη καί κράτος» Η συγκρότηση τού δημόσιου χώρου στήν Ελλάδα, Αθήνα. Θεμέλιο 1981. οελ. 365
Λίγοι, υποθέτω, θά είχαν νά προβάλουν σοβαρές ενστάσεις στήν εκτίμηση ότι τό νέο βιβλίο τού Κ. Τσουκαλά αποτελεί πολύτιμη συμβολή στήν ιστορική έρευνα γιά τή σύγχρονη Ελλάδα. Συμβολή μέ διττή σημασία. Γιατί προϋποθέτει μιά προεργασία θεωρητικής ωρίμανσης της μαρξιστικής προσέγγισης στά φαινόμενα πού αναλύονται καί γιατί η θεωρητική αυτή συμπύκνωση, μέ τις υποθέσεις εργασίας πού παράγει, υποστηρίζεται από μιά βαθιά πρωτογενή γνώση τού ιστορικού εμπειρικούς υλικού. Οι συνέπειες τής διπλής αυτής ακαδημαϊκής εκγύμνασης τού Τσουκαλά αποτυπώνονται καθαρά στο αποτέλεσμα. Τά εμπειρικά στοιχεία —παρά τήν περιττή ίσως αφθονία τους καμιά φορά— αξιοποιούνται μέ επιδεξιότητα, χειραγωγούνται καί υπάγονται στις διαρθρωτικές ανάγκες των θεωρητικών υποθέσεων καί συνάμα τις εξυπηρετούν μέ επάρκεια.
Απ’ αυτή τή σκοπιά τό βιβλίο μπορεί νά θεωρηθεί ένα πολύ πετυχημένο δείγμα επιχειρησιακής δοκιμασίας καί πραγμάτωσης μιάς προβληματικής στο μαρξιστικό χώρο, η οποία επιδιώκει πλέον τή συστηματική καί συνεκτική ιδιοποίηση τού εμπειρικού υλικού καί αποσκοπεί στη συγκρότηση ολοκληρωμένων ερμηνειών τών ιστορικών διαδικασιών στήν οικονομική, κοινωνική καί πολιτική σφαίρα. Έπεται ότι τέτοιου είδους έργα απαιτούν κι ένα αντίστοιχο επίπεδο επιχειρηματολογίας γιά τήν κριτική τους αποτίμηση. Μέ άλλα λόγια, τό θεωρητικό – εμπειρικό CORPUS τού έργου είναι τόσο στενά συνυφασμένο ώστε νά μην είναι εύκολα προσβλητό από μετωπικές εμπειριστικές επιθέσεις. Απ’ αυτή τήν άποψη, μιά από τις αδυναμίες τού έργου —πού ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει άλλωστε στόν πρόλογο— είναι ίσως ή θεωρητική αναφορά —ρητή ή σιωπηρή— στις επεξεργασίες προηγούμενης μελέτης του1. Μπορεί όμως κανείς βάσιμα νά υποστηρίξει ότι τό νέο έργο ολοκληρώνει κατά μία έννοια τις προηγούμενες θεωρητικές επεξεργασίες τού συγγραφέα, μολονότι μετατοπίζεται τό κέντρο τής θεωρητικής προβληματικής καί παρά τά νέα αυθεντικά στοιχεία πού εισάγονται στήν ανάλυση.
Η προβληματική πού πολύ συνοπτικά —επιγραμματικά σχεδόν— συζητείται στά θεωρητικά προλεγόμενα τού βιβλίου αφορά τή σχέση κράτους – κοινωνίας ως βασικό πρόβλημα γιά τήν ανάλυση καί κατανόηση τής πολιτικής σφαίρας ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, τής Ελλάδας τού 19ου αιώνα. Τή σχέση αυτή (κράτους – κοινωνίας) κάθε άλλο παρά εύκολο είναι νά τή συλλάβουμε θεωρητικά καί νά τήν αξιοποιήσουμε ερευνητικά. Ο Τσουκαλάς, ενώ υιοθετεί τήν έννοια τής «κοινωνίας τών πολιτών» (CIVIL SOCIETY) συχνά τή χρησιμοποιεί —ίσως γιά λόγους εξυπηρέτησης τής ίδιας τής δομής τής έρευνας— περιοριστικά, τήν οριοθετεί δηλαδή στο χώρο τής ιδιωτικής σφαίρας, όπου προέχουσα φυσικά θέση κατέχουν τά ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα.
Πολλές είναι βέβαια οι Θεωρητικές συλλήψεις τής έννοιας «κοινωνία τών πολιτών» καί τής σχέσης της μέ τήν «πολιτική κοινωνία» (τό κράτος). Η συζήτηση συνεχίζεται γόνιμα ακόμη γιά τούς δρόμους πού άνοιξαν οι επεξεργασίες τού Γκράμσκι στο θέμα αυτό αλλά καί γιά τά όριά τους. Δέν Θά είχε κανείς τήν απαίτηση ο συγγραφέας νά εμπλακεί κατ’ ανάγκη σέ μιά τέτοια εκτενή συζήτηση, αλλά μιά πληρέστερη^ Θεωρητική ^ παρουσίαση τής σχέσης αυτής θά διευκρίνιζε ίσως καλύτερα ορισμένα σημεία καί θά πρόσθετε μάλλον παρά θά αψαιρούσε στο κέντρο βάρους τού έργου.
Από μεθοδολογική σκοπιά ο Κ. Τ. αποσυνδέεται από τις προσεγγίσεις εκείνες πού έχουν ως πρότυπα είτε τις λειτουργιστικές θε- ωρίες κοινωνικής καί πολιτικής ανάπτυξης είτε ορισμένες μηχανιστικές νεο – μαρξιστικές αναλύσεις γιά τήν υπανόσττυξη τής περιφέρειας, στο «πασπαρτού» σχήμα: κέντρο – περιφέρεια. Οι μέν λειτουργιστικές προσεγγίσεις, ισχυρές ακόμη στόν ^ακαδημαϊκό χώρο, δέχτηκαν βαρειά πλήγματα τόσο από τήν ίδια τήν πραγματικότητα όσο κι από τή διαλυτική κριτική πού ασκήθηκε από μαρξιστική πλευρά. Τό θεωρητικό αναπτυξιακό σχήμα, στήν κωδικοποιημένη διχοτομική του έκφραση παραδοσιακός – σύγχρονος, ή τις διάφορες άλλες παραλλαγές του, δέν μπόρεσε νά ερμηνεύσει τις διαδικασίες ανόπττυξης τών «υπανάπτυκτων» χωρών. Βαθιά ριζωμένο στις εμπειρίες καί τά ιδεογράμματα τών «αναπτυγμένων» κοινωνιών τής Δύσης απέτυχε νά συλλάβει τις ιδιαιτερότητες τών περιφερειακών κοινωνικών σχηματισμών.
Από τήν άλλη μεριά, οι σχηματικές νεο – μαρξιστικές προσεγγίσεις παρέμειναν αμετακίνητα^ άκαμπτες στο τοπογραφικό σχήμα κέντρο – περιφέρεια. Παρά τή συμβολή τους στήν κατανόηση ^μερικών προβλημάτων τής «υπανάπτυξης» δέν κατάφεραν νά ερμηνεύσουν πειστικά τό φαινόμενο. Ατρόφησαν σταδιακά και παραχώρησαν τή θέση τους σέ νέες μαρξιστικές συνθέσεις πού είναι πλέον πιο προσεκτικές καί λιγότερο απόλυτες.
Ένα από τά μεγάλα προτερήματα τής έρευνας τού Τσουκαλά είναι ότι θέτει ως στόχο τή στοιχειοθέτη μένη ερμηνεία τής «εντελώς ιδιότυπης ιστορικής πορείας» πού ακολούθησε η Ελλάδα στο πλαίσιο τών συγκεκριμένων αρθρώσεών της^ μέ τό παγκόσμιο καί ευρωπαϊκό σύστημα, τά DIFFERENTIA SPECIFICA πού τόνιζε ο Μάρξ, «τό συγκεκριμένο ως συμπύκνωση πολλαπλών προσδιορισμών» κι όχι τήν απόκλιση από κάποιο «καθαρό» δυτικό πρότυπο ανάπτυξης τών ευρωπαϊκών κέντρων —ανύπαρκτου άλλωστε στήν πραγματικότητα— ή τό βαθμό «νοθείας», «υπανάπτυξης» ή κάποιας άλλης «διαστρέβλωσης».
Σ’ αυτό τό πλαίσιο οι αναπόφευκτες συγκρίσεις μέ τά αναπτυγμένα κέντρα καί πρότυπα προσλαμβάνουν όσο γίνεται πιο ευριστικό χαρακτήρα καί προσπαθούν νά αποφύγουν κάθε συσχέτιση μέ μια «συγκριτική» προσέγγιση.
Σά στρατηγική μονάδα ανάλυσης τής ιδιότυπης αυτής ιστορικής πορείας τής Ελλάδας τόν 19ο αιώνα ορίζεται τό κράτος. Στά τρία πρώτα μέρη τού βιβλίου προσκομίζονται άφθονα εμπειρικά στοιχεία πού στηρίζουν τήν άποψη γιά τήν «υπερτροφία» ή υπερβολική διόγκωση τών ελληνικών κρατικών μηχανισμών σέ σχέση μέ τά υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη τής ιδιωτικής σφαίρας, τήν άποψη γιά τήν «υπαλληλοκρατική κοινωνία» (τό τυμπανιαίο σώμα τών κρατικοδίαιτων κοινωνικών στρωμάτων ως έκφραση τού γιγαντισμού τού κράτους) καί την άποψη γιά τις εσωτερικές αρθρώσεις ανάμεσα στο δημόσιο τομέα και στον ιδιωτικό αυτό χώρο. Στο τέταρτο μέρος εξετάζονται ορισμένοι ιστορικοί προσδιοριστικοί παράγοντες τής κρατικής υπερδιόγκωσης μέ επίκεντρο τήν «πρώιμη» εισαγωγή δυτικό – ευρωπαϊκών πολιτικών θεσμών. Ως πρός τή σημασία τών τελευταίων διατυπώνεται μιά σειρά από ανιχνευτικές υποθέσεις γιά νά ερμηνευθεί τό γεγονός τής σχεδόν αδιάλειπτης διατήρησης τής θεσμικής μορφής τού νεοελληνικού κράτους καί τής σνετικής σταθερότητάς του, παρά τήν αναντιστοιχία ή τήν ασυμπτωτδτητά της μέ τή δόμηση τών οικονομικο – κοινωνικών σχέσεων.
Είναι τελικά τό τέταρτο αυτό μέρος πού έχει καί τήν πιό κρίσιμη σημασία (από πολιτική τουλάχιστον άποψη) γιατί μάς ενδιαφέρει απόλυτα η ανάλυση τού κοινωνικού υπόβαθρου τής πολιτικής στήν περίοδο πού εξετάζεται, τό πλέγμα τών πολιτικών σχέσεων, οι καθορισμοί τών πολιτικών διαιρέσεων καί συγκρούσεων, μέ άλλα λόγια οι σύνθετοι ετερογενείς όροι τών πολιτικών αλλαγών καί κατά συνέπεια οι όροι τής πολιτικής αστάθειας καί σταθερότητας τού καθεστώτος. Δέν είναι η πρώτη φορά πού επί- σημαίνεται η σχετική σταθερότητα τών πολιτικών συντεταγμένων τού ελληνικού κράτους τουλάχιστον ώς τις αρχές τού αιώνα μας. Γιά πρώτη φορά όμως τονίζεται ο ρόλος τών ενδογενών κοινωνικών δομών καί η προέχουσα σημασία τού ρόλου τού κράτους ως μηχανισμού άντλησης καί μεταφοράς πόρων. Έτσι τό πρόβλημα τού συστήματος τής πολιτικής πελατείας (CLIENTELISM) φωτίζεται από μιά νέα σκοπιά μέ επίκεντρο τήν ενσωματική ικανότητα τού κρατικού μηχανισμού στή λειτουργία του ως επιμεριστή τών πόρων σέ διάφορα κοινωνικά στρώματα.
Η άποψη αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί αναφέρεται στή δόμηση καί λειτουργία ενός προ – καπιταλιστικού κράτους πού καταφέρνει συνάμα ν’ αποτελεί τόπο συγκρότησης καί προάσπισης γενικότερων αστικών συμφερόντων. Μέ κανένα όμως τρόπο δέν μπορείς ν’ αναιρέσει ή νά υποκαταστήσει τήν ανάλυση στό επίπεδο τών σχέσεων μεταξύ τής ταξικής υποδομής καί τών πολιτικών πρακτικών, άν ήθελε νά μήν περιπέσει σέ μιά κοινωνιολογιστική ερμηνεία τών πολιτικών ανταγωνισμών καί συγκρούσεων. Ισχυροποιεί καί συμπληρώνει τέτοιες αναλύσεις, δέν τις ανατρέπει. Πάντως καί οι δυο αυτές προσεγγίσεις στό πρόβλημα τής πολιτικής πελατείας αποτελούν πολύτιμα εργαλεία γιά τή μελέτη τού περιφερειακού κράτους.
Με δεδομένη τήν αναντιστοιχία ανάμεσα στό κρατικό αστικό θεσμικό πλαίσιο καί στήν προκαπιταλιστική κοινωνική καί οικονομική οργάνωςτη, νά οφείλεται άραγε η σταθερότητα τής πολιτειακής οργάνωσης καί τής «πρώιμης» δημοκρατικής της υφής στόν ιδιόρρυθμο αυτό κρατισμό; Η ανάλυση τού Τσουκαλά φαίνεται νά οδηγεί σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα στό οποίο δέν θά είχε κανείς αντίρρηση, υπό τόν όρο ότι δέν θά διεκδικούσε εύσημα αποκλειστικότητας. Καμιά πολιτική εξουσία δέν μπόρεσε ποτέ νά επιβάλει τή νομιμοποίησή της ούτε νά οικοδομήσει, νά οργανώσει καί νά κινητοποιήσει τή συναίνεση αποκλειστικά καί μόνο στή βάση τών οικονομικών παροχών.
Έτσι, τά ερωτήματα πού θέτει τό μέρος αυτό τού βιβλίου, ενώ παραμένουν σαφώς ανοιχτά, δέν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαντηθούν.
Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι τό έργο τού Τσουκαλά θ’ αποτελέσει παράδειγμα πρός μίμηση γιά νέους μελετητές μαρξιστικής κατεύθυνσης πού δέν αρκούνται στό αναμάσημα προτάσεων εγχειριδίων τύπου Ακαδημίας Επιστημών τής ΕΣΣΔ. Όσοι πρόκειται νά μελετήσουν τό ελληνικό κρότος καί τήν κοινωνία στήν ιστορική περίοδο πού ακολουθεί αυτή πού πραγματεύεται ο Τσουκαλάς — στή βάση τών θεωρητικών του παραμέτρων— θ’ αντιμετωπίσουν τό ερώτημα τού πώς η ανάπτυξη τής κοινωνικής καί οικονομικής οργάνωσης πρός τήν καπιταλιστική κατεύθυνση καί η εγκατάσταση κυριαρχίας τού ^ καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στό μεσοπόλεμο αντί νά προσαρμοστεί στό πρώιμο «φυσικό» της κρατικό θεσμικό περίβλημα, περιορίζοντας έστω τις αναντιστοιχίες, προκάλεσε αντίθετα παρατεταμένη καθεσωτική αστάθεια, μέ συχνή εναλλαγή δικτατορικών καί κοινοβουλευτικών μορφών. Δέν είναι καθόλου τυχαίο, νομίζω, ότι ο ίδιος ο συγγραφέας παραπέμπει στήν ιστορική τομή τού 1922, ορόσημο τών κατακλυσμιαίων μεταβολών πού επακολούθησαν, γιά νά οριοθετήσει τις έσχατες παρυφές τής περιόδου πού αναλύει. Έμμεση ‘ άραγε προειδοποίηση πρός τούς πούρους κοινωνιολόγους;
1. Κ. Τσουκαλάς, «Εξάρτηση καί Αναπαραγωγή: ο κοινωνικός ρόλος τών εκπαιδευτικών μηχανισμών στήν Ελλάδα», Θεμέλιο 1977.