Συνέχεια και Αλλαγή στην Κύπρο – Μετά το 1974

Στη σημαντική εκδοτική σειρά Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική των εκδόσεων ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ που επιμελείται ο καθηγητής ευρωπαϊκών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου Σωτήρης Ντάλης, ένας συλλογικός τόμος (2024, σελ. 434))  με επιμέλεια των Χρυσόστομου Περικλέους και Νίκου Περιστιάνη με τον χαρακτηριστικό τίτλο ΜΕΤΑ το 1974, Συνέχεια και Αλλαγή στην Κύπρο αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Με επίκεντρο και ορόσημο τα τραγικά γεγονότα του 1974, την τουρκική εισβολή με τις καταστροφικές συνέπειές της και την κατοχή του βόρειου μέρους της κυπριακής επικράτειας που ακόμα συνεχίζεται, οι συγγραφείς, καθένας  από τη δική του κριτική ματιά αναστοχάζονται τρόπον τινα πάνω σε σημαντικές πτυχές της σύγχρονης ιστορικής πορείας της Κύπρου.

 Ο τόμος χωρίζεται σε 5 μέρη:

Το Πρώτο Μέρος αναφέρεται στην πολιτική και ιστορία της Νήσου. Γράφουν σχετικά ο Τάκης Χατζηδημητρίου σχετικά με το σταθερό δεδομένο των Συμφωνιών για την Κύπρο για ένα διακοινοτικό κράτος, ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ για τον κρατικό εθνικισμό των Ελληνοκυπρίων, ο Παύλος Παύλου για την εξέλιξη των αντιλήψεων και των ιδεοτύπων γύρω από το Κυπριακό από το 1959 μέχρι σήμερα, ο Βασίλης Πρωτοπαπάς για το κράτος και το κομματικό σύστημα (1960-2024), ο Σώτος Κτωρής για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και τις εξελίξεις εντός των κόλπων της μέχρι σήμερα, ο Νίκος Μούδουρος για το 1974 από ισλαμική σκοπιά, ο Μακάριος Δρουσιώτης για τους εξωτερικούς παράγοντες της κυπριακής κρίσης με επίκεντρο το ρόλο της Ρωσίας και ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου για την καθοριστική σημασία του ευρωπαϊκού πλαισίου στην εξεύρεση μόνιμης και βιώσιμης λύσης.

Το Δεύτερο Μέρος προσεγγίζει την κυπριακή κρίση από κοινωνιολογική και ψυχολογική σκοπιά. Γράφουν ο Νίκος Περιστιάνης για την περίοδο της ανεξαρτησίας μέχρι σήμερα και τις δυσκολίες  συνένωσης όλων των Κυπρίων σε ένα «κοινό κράτος» καθώς και το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία «ομοσπονδιακού πνεύματος», ο Νεόφυτος Λοϊζίδης για τη σύγκρουση πλειοψηφικού εθνικισμού και συναινετικής δημοκρατία στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού επισημαίνοντας εν κατακλείδι ότι μπορούν να βρεθούν τρόποι και ρυθμίσεις που να ικανοποιούν τις πλειοψηφίες και των δυο πλευρών, ο Χάρης Ψάλτης για την περίοδο 1974-2024 από την πολύ ενδιαφέρουσα οπτική της Γενετικής Κοινωνικής Ψυχολογίας και ο Χρυσόστομος Περικλέους για τα βιώματα και τις ιδεολογικοπολιτικές προσλήψεις των Κυπρίων καθώς και την εθνοκεντρική κατασκευή της ιστορίας.

Το Τρίτο Μέρος καταπιάνεται με τις διαπραγματεύσεις για το κυπριακό και  παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον μαζί με άλλα άρθρα του τόμου που αναφέρονται αμέσως ή εμμέσως στο θέμα αυτό καθόσον ανιχνεύονται και επισημαίνονται οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος σε κάθε φάση ανεξάρτητα από το παίγνιο της επίρριψης ευθυνών (blame game) που διέκρινε την πολιτική διαμάχη και αντιπαράθεση όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα για τη μη εξεύρεση κοινής αποδεκτής λύσης με αποτέλεσμα η «εκκρεμότητα» αυτή να παραμένει έως σήμερα. Γράφουν ο Μιχάλης Ατταλίδης για τις διακοινοτικές συνομιλίες από το 1968 μέχρι και την πιο πρόσφατη απόπειρα επίλυσης στο Κράν Μοντανά (2017), 56 χρόνια διαπραγματεύσεων άνευ λύσης, ο Μιχάλης Παπαπέτρου για τις μεγάλες προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δικής του θητείας ως κυβερνητικός εκπρόσωπος (1999-2003) επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη, ένας αυτόπτης μάρτυρας και γνώστης του των παρασκηνίων και ο Τουμάζος Τσελεπής για το σημερινό αδιέξοδο και τους κινδύνους που εγκυμονεί μετά την  αποτυχία στο Κραν Μοντανά.

Το Τέταρτο Μέρος αναφέρεται στην Παιδεία, τον Πολιτισμό και την Κουλτούρα. Γράφουν η Αναστασία Χάματσου για την Παιδεία μετά το 1974, οι I. Xenophontos, M.R. Barbosa, B. Kellezi και M.Perez για την ελληνική ταυτότητα των νέων Ελληνοκυπρίων μετά το 1974, ο Γιάννης Ιωάννου για την ποιητική παραγωγή στις δυο κοινότητες και τον κοινό τόπο συνάντησής τους και ο Χακάν Καραχασάν για τα δίγλωσσα Μέσα Ενημέρωσης στην Κύπρο μετά το 1974.

Το Πέμπτο Μέρος αναφέρεται και πάλι στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού με το ερώτημα αν αξιοποιήθηκε ή όχι το ευρωπαϊκό πλαίσιο, το γεγονός δηλαδή της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ πριν από 20 και πλέον χρόνια. Γράφουν ο Κυριάκος Πιερίδης για την ιστορία της ένταξης, το Σχέδιο Ανάν  (στο δημοψήφισμα στις 24/4/2004 απορρίφτηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά με το συντριπτικό 76% ενώ εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα με το εξίσου εντυπωσιακό 65%) και τέλος ο Λάρκος Λάρκου,  για τις τριγωνικές σχέσεις ΕΕ-Κύπρου και Τουρκίας στο παρελθόν διερωτώμενος εάν αυτές έχουν πλέον μέλλον.

Σύντομα βιογραφικά στοιχεία τόσο των επιμελητών όσο και όσων συμβάλλουν στον τόμο περιλαμβάνονται στο τέλος του τόμου.

Πρόκειται για  έναν πολύτιμο τόμο σχετικά με το Κυπριακό και την πορεία του κι είναι ευτύχημα που πρόσφατα γράφονται αρκετά βιβλία που αναθεωρούν κατεστημένες απόψεις για την Κύπρο, την ιστορία της και την πολιτική της διαδρομή, τις χαμένες ευκαιρίες για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης μετά την τραγωδία του 1974 καθώς και το ρόλο του «διεθνούς παράγοντα», το ρόλο κυβερνήσεων και πολιτικών προσώπων σε Ελλάδα και Κύπρο.

Γι αυτό ας μου επιτραπεί να αναφερθώ ιδιαίτερα στο κείμενο (σελ. 269-286) του φίλου και συμφοιτητή μου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλη Παπαπέτρου διότι η θητεία του ως κυβερνητικού εκπροσώπου  (1999-2003) επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη συμπίπτει και με τις συστηματικές προσπάθειες των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη (1996-2004) για ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς την επίλυση του πολιτικού προβλήματος και την επίλυση των διαφορών με την Τουρκία με τον εγκλωβισμό της Τουρκίας σε ευρωπαϊκή προοπτική της που τότε η ίδια επιθυμούσε.

Προ ημερών, στις 5/1 απεβίωσε ο πρώην Π/Θ Κώστας Σημίτης και στις 9/1 κηδεύτηκε με απλότητα στην Αθήνα αλλά με όλες τις τιμές του ενεργεία Π/Θ που του άξιζαν. Η διακυβέρνησή του διακρίθηκε από μεγάλες εθνικές επιτυχίες, με κορυφαίες την ένταξη της χώρας στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, την Ευρωζώνη, την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, την προετοιμασία των ΟΑ του 2004, τα μεγάλα δημόσια έργα, τις πολλές μεταρρυθμίσεις, το νέο πολιτική ήθος, τη νέα πολιτική κουλτούρα. Επί των κυβερνήσεών του η χώρα βάδισε αποφασιστικά την οδό του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού με στόχο να συγκλίνει με την ΕΕ, απέκτησε κύρος, ευημερία και ισχύ. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 η κυβέρνηση Σημίτη επέτυχε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ από 1/5/2004, μαζί με άλλες 9 χώρες της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας, χωρίς την επίλυση του πολιτικού προβλήματος και την αναγόρευση της Τουρκίας  ως υποψήφιας χώρας υπό ορισμένους πρόσθετους όρους μεταξύ των οποίων και παραπομπή των διαφορών της με την Ελλάδα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Στην Κύπρο, το Ελσίνκι υποστηρίχτηκε κυρίως από την κυβέρνηση του προέδρου Κληρίδη. (Σχετικά με το θέμα βλ. το σχετικό μου άρθρο στη φιλόξενη αυτή ιστοσελίδα στις 18/4/2023 με τίτλο Η Ελλάδα στις καλύτερες στιγμές της-16/4/2023). Επρόκειτο για έναν πραγματικό εθνικό θρίαμβο της ελληνικής πολιτικής, της κυβέρνησης Σημίτη. Η Κύπρος του οφείλει τα πάντα για την ένταξή της στην ΕΕ.

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε το σημαντικό ρόλο του Κύπριου στην καταγωγή Γιάννου Κρανιδιώτη (1947-1999) από τις θέσεις του στο Υπουργείο Εξωτερικών και στην περίοδο προς το Ελσίνκι Αναπληρωτή ΥΠΕΞ ως προς την πορεία και έκβαση των διαπραγματεύσεων γιαμ την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.Ο ίδιος είχε μεγάλη επιρροή στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Δεν, πρόλαβε, όμως να δει ο ίδιος τους καρπούς και των δικών του προσπαθειών διότι σκοτώθηκε σε ατύχημα μαζί με τον γιό του και άλλους συνεπιβάτες εντός του προεδρικού αεροσκάφους με το οποίο ταξίδευε για επαγγελματικούς λόγους στις 14 Σεπτεμβρίου 1999.

Δεν μπορώ να υπεισέλθω εδώ στις κρίσιμες λεπτομέρειες των τότε γεγονότων τα οποία λίγο-πολύ είναι γνωστά. Ο Παπαπέτρου γράφει ότι η εκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου στην προεδρία με τη στήριξη του ΑΚΕΛ (του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κύπρου) ανέκοψε την προοπτική λύσης που δημιούργησε η ένταξη της νήσου στην ΕΕ. Παρά τις πιέσεις του Σημίτη προς τον γγ του ΑΚΕΛ Δημήτρη Χριστόφια (1946-2019) ο ρωσόφιλος κομμουνιστής ηγέτης, που αργότερα εξελέγη μάλιστα και πρόεδρος (2008-2013), υπήρξε ο πραγματικός νεκροθάφτης της επίλυσης με τη διαμόρφωση του Σχεδίου Ανάν με τη βοήθεια φυσικά και άλλων «απορριπτικών» του Σχεδίων πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου. Ο Χριστόφιας ψυχρά εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της Ρωσίας κι όχι της χώρας του. Ο Παπαπέτρου, σταθερός διαχρονικά υπερασπιστής μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης και συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων, με  εμφανή λύπη διαπιστώνει ότι «η ελληνοκυπριακή κοινότητα, συρόμενη από μια ανάξια ηγεσία αλλά και από εμμονές του παρελθόντος, αρνήθηκε τη συνάντηση με την ιστορία» (σελ. 286).

Βέβαια, την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν με δημοψήφισμα ακολούθησε μετά από 13 ολόκληρα χρόνια το Κραν Μοντανά (Ιούλιος 2017) όπου απορρίφτηκε το πλαίσιο προτάσεων του ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.

Ασφαλώς και κυκλοφορούν διάφορες απόψεις σχετικά και με το Σχέδιο Ανάν πριν από 20 χρόνια και με το Κραν Μοντανά, ήδη πριν από 7 χρόνια, απόψεις με πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο και με στάθμιση των συνθηκών εκείνων διαφορετική από αυτή των υποστηρικτών της λύσης. Ωστόσο, τα ερωτήματα στα οποία διαχρονικά πρέπει να απαντούν τόσο η ελληνική όσο και η ελληνοκυπριακή πλευρά σταθμίζοντας τα εκάστοτε δεδομένα, διεθνή και εσωτερικά, σε κάθε ιστορική στιγμή, είναι για ποιόν δουλεύει ο χρόνος κι αν τελικά, η εξεύρεση μιας δίκαιης, διαρκούς και βιώσιμης λύσης, είναι πλέον εφικτή και επιθυμητή και από τις δυο πλευρές μετά από 50 χρόνια τουρκικής κατοχής, ξεχωριστής διαβίωσης και πολιτικής πορείας. Τα προσχήματα δε λείπουν εκατέρωθεν αλλά και οι συσχετισμοί ισχύος έχουν δραστικά αλλάξει.

Σχετικό άρθρο: Κυπριακό και Εθνικοί Μύθοι – Οράματα και Διαψεύσεις

Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα metarithmisi.gr