Πέρασαν 57 ολόκληρα χρόνια από την αποφράδα μέρα της 21ης Απριλίου 1967 όταν ομάδα επίορκων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων κατέλυσε τη συνταγματική τάξη με στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκατέστησε στρατιωτικό καθεστώς, το ποίο και κυβέρνησε τη χώρα για 7 ολόκληρα χρόνια. Δεν ανετράπη αλλά κατέρρευσε έχοντας βάψει τα χέρια του με αίμα στο κυπριακό με την άφρονα και εγκληματική πολιτική του. Ήταν εντελώς ανίκανο όχι μόνο να αποτρέψει την τουρκική εισβολή που προκάλεσε αλλά και για μια στοιχειώδη, προς το θεαθήναι, επιστράτευση στο εσωτερικό.
Γνωρίζουμε ήδη πολλά και για τις συνθήκες του πραξικοπήματος, τις τότε ευθύνες του πολιτικού συστήματος, την Αντίσταση απέναντι στο καθεστώς και την κατάρρευσή του. Για να επακολουθήσει η περίοδος της Μεταπολίτευσης, 50 χρόνια αδιάλειπτης δημοκρατίας, ελευθερίας, ασφάλειας, ευημερίας και γεωπολιτικής σταθερότητας, μολονότι η χώρα διήλθε περίοδο σοβαρών διαταράξεων (2009-2019) κατά την οποία η αριστερή παραφροσύνη λίγο έλειψε να τη ρίξει στα βάραθρα. Πρόκειται, όμως, σε γενική κλίμακα, για μια περίοδο προόδου σε όλους τους τομείς που δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Έχουν δίκαιο, πιστεύω, όσοι υποστηρίζουν ότι η επέτειος αυτή μάλλον λίγα πράγματα σημαίνει για τα άτομα κάτω των 70 ετών, για τα πολιτικά γεγονότα που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, για την οικονομική πρόοδο της χώρας, για την πολιτιστική της άνθηση, σε βαθμό που δικαιώνεται μάλλον λογοτέχνης που έκανε λόγο για «Χαμένη ‘Άνοιξη». Άλλα γεγονότα, όπως η φοιτητική εξέγερση στο Πολυτεχνείο στις 17 Νοεμβρίου 1973 και η κυπριακή τραγωδία τον Ιούλιο του 1974 είναι πιο γνωστά στις νεότερες γενιές.
Η συζήτηση ασφαλώς θα συνεχιστεί για την εποχή εκείνη και τη δικτατορία μεταξύ κυρίως των ιστορικών και των ερευνητών, ενίοτε και από όσους θέλουν δικαίως επιθυμούν να αντλούν αναλογίες ή άλλα διδάγματα από τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή πορεία της πατρίδας μας.
Για την ιστορική και εθνική αυτοσυνειδησία και μνήμη έχει μεγάλη σημασία η διατήρηση ορισμένων αξιών και των ιδεών για τις οποίες έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους στη διάρκεια της δικτατορίας τα άτομα εκείνα, άνδρες και γυναίκες, που τόλμησαν να αντισταθούν ενεργά απέναντι στο καθεστώς. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Κι αυτό αποτελεί μια τεράστια και αναντικατάστατη εθνική παρακαταθήκη.
Αντί άλλου σημειώματος, ένα τέτοιο φωτεινό παράδειγμα θα ήθελα να φέρω στη μνήμη των πολιτών με τη φτωχή μου πέννα στη ζοφερή αυτή επέτειο. Και με αυτό να αποτίσω φόρο τιμής σε όλους τους αντιστασιακούς και τα θύματα της στρατιωτικής δικτατορίας.
Πέρασαν 38 ολόκληρα χρόνια από το θάνατο του Σπύρου Μουστακλή. Ο εμβληματικός ήρωας της Αντίστασης κατά της χούντας των συνταγματαρχών και της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) άφησε την τελευταία του πνοή στις 28-4-1986.
Η σύζυγός του ιατρός Χριστίνα Δημητρακάκη-Μουστακλή εργάστηκε με απαράμιλλη υπομονή και σθένος για να παραδώσει στο κοινό μια ολοκληρωμένει βιογραφία για ένα από τα πιο μαρτυρικά πρόσωπα της αντίστασης κατά της δικτατορίας. Ένα ανεξίτηλο αντιστασιακό σύμβολο. Πρόκειται για έναν ογκώδη τόμο εκ 760 σελίδων με έναν λιτό Πρόλογο του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα.
Έχω στα χέρια μου το βιβλίο εδώ και τρία χρόνια. Άργησα να του γράψω για να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου ως πολίτης της χώρας αυτής για όσα έκανε για μας και για γενιές ολόκληρες πολιτών που μέχρι σήμερα απολαμβάνουν τα αγαθά της Μεταπολίτευσης και χάρις στη δική του ηρωική αντίσταση και θυσία. Και το ίδιο ισχύει για όλους τους γνήσιους αντιστασιακούς όλων των πολιτικών πεποιθήσεων που πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα και με τη ζωή τους ακόμα. Ήταν όλοι τους γενναίοι ιδιαίτερα σε συνθήκες κατά τις οποίες η στάση των πολιτών απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς γενικά ήταν μάλλον αδιάφορη και παθητική, στάση ανοχής αν όχι αποδοχής, για διάφορους λόγους που δεν μπορώ να αναλύσω εδώ.
«Δεκατρία ολόκληρα χρόνια, άλαλος και ημιπαράλυτος από τα βασανιστήρια συναδέλφων του στρατιωτικών της χούντας, εξήντλησε όλο του το κουράγιο, την υπομονή, τη θέληση όντας πάντα περήφανος, αξιοπρεπής και δυνατός», γράφει η σύζυγός του Χριστίνα Μουστακλή.
Είναι φανερό ότι η Χριστίνα Μουστακλή αφιέρωσε τη ζωή της σε αυτόν, για να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη του. Το βιβλίο της είναι ένα δραματικό προσωπικό και πολιτικό ημερολόγιο αλλά και βιογραφία συνάμα του Μουστακλή, γεμάτο γεγονότα, άρθρα, σχόλια, φωτογραφίες, ντοκουμέντα, κείμενα φίλων και συναδέλφων του, επικήδειους λόγους, γνωματεύσεις ιατρών, αρχεία από το Στρατοδικείο Αθηνών και του Αναθεωρητικού που αφορούν και στους βασανισμούς που υπέστη, για στη Δίκη των βασανιστών, ένα πολύ πλούσιο υλικό από δημοσιεύματα, εκπομπές ραδιοφώνου και τηλεόρασης, αποδεικτικά όλα του εγκλήματος που διεπράχθη από τους βασανιστές κατά του Σπύρου και του ελληνικού λαού, πρωτίστως όσων ολίγων αντιστάθηκαν. Βγήκε από τα κολαστήρια βασανισμών της διαβόητης ΕΑΤ-ΕΣΑ μετά από 47 ημέρες ζωντανό πτώμα. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο με ψευδώνυμο. Ένας Μάρτυρας. Πλήρωσε με τη ζωή του τις ιδέες και την πίστη του στην Ελευθερία, πράγματι ως «πολιορκημένος» αλλά ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ.
Ο Σπύρος Μουστακλής γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1926. Έφηβος 17 ετών πολεμά στην αντίσταση με τον ΕΔΕΣ και τραυματίζεται σοβαρά σε μάχη με τους Ιταλούς κατακτητές. Αποφοιτά από τη Σχολή Ευελπίδων το 1948, λαμβάνει μέρος σε μάχες του Εμφυλίου. Ως λοχαγός πολεμά με ο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα, πηγαίνει κατόπιν εθελοντής στην Κύπρο το 1964. Συλλαμβάνεται για πρώτη φορά το 1969 για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή οργάνωση κυρίως στρατιωτικών «Ελεύθεροι Έλληνες», εκτοπίζεται το 1970 και απολύεται το 1972.
Ο Μουστακλής συμμετείχε σε πολλές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως οι «Υπερασπιστές της Ελευθερίας» που είχε ιδρύσει ο συνταγματάρχης Οπρόπουλος , την ΑΑΑ (Αντίστασις, Απελευθέρωσις, Ανεξαρτησία) που συγκρότησε το 1971 μαζί με τον Μήνη. Στις 22.5.1973 λίγο πριν εκδηλωθεί το κίνημα του Ναυτικού, αποτυχημένο μεν λόγω προδοσίας αλλά προπομπός της κατάρρευσης του δικτατορικού καθεστώτος, συλλαμβάνεται ξανά μαζί με άλλους αξιωματικούς για να οδηγηθεί στην ΕΑΤ-ΕΣΑ και να υποστεί απίστευτα βασανιστήρια. Κυριολεκτικά εξόντωσαν το σώμα του αλλά όχι το πνεύμα του που το διατήρησε αλώβητο και περήφανο. Ακολούθησε αργότερα θεραπείες σε κέντρα αποκατάστασης στην Αμερική, Μόσχα και Λονδίνο. Κατάφερε να σηκωθεί όρθιος αλλά ποτέ δεν ξαναμίλησε.
Το στρατιωτικό καθεστώς ήταν σκληρό και βάναυσο απέναντι σε όλους προέβαλαν οιασδήποτε μορφής αντίσταση. Φυλάκιζε, εξόριζε, εκτόπιζε, βασάνιζε, δολοφονούσε χωρίς κανένα ενδοιασμό, με αποκορύφωμα βέβαια την κατάπνιξη της φοιτητικής εξέγερσης στο Πολυτεχνείο στις 17 Νοεμβρίου 1973. Ήταν, όμως, ιδιαίτερα σκληρό απέναντι στους αντιστασιακούς αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, τους συναδέλφους τους που υπέβαλαν σε φρικτά, απερίγραπτα βασανιστήρια. Παρέμειναν ακόμα και μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, τη δίκη, καταδίκη και φυλάκιση των πρωταίτιων κυνικοί και αμετανόητοι.
Ο ταξίαρχος Στ. Παττακός, εκ των ηγετών του πραξικοπήματος του 1967, μετά την αποφυλάκισή του, στα βαθιά γεράματα, παρέμεινε προσβλητικός και αμετανόητος και με ψυχρό τρόπο απάντησε άνετα «Καλά του κάναμε» σε σχετική ερώτηση για τα βασανιστήρια που υπέστη ο Μουστακλής στα κελιά της ΕΑΤ/ΕΣΑ από τους ίδιους τους συναδέλφους του, από τον Θεοφιλογιαννάκο, τον Χατζηζήση, τον Νικολόπουλο, τον Πέτρου, τον Κόφα και την «παρέα» τους των άλλων «ανακριτών», βασανιστών. (Βλ το βιβλίο του Γιάννη Σεργόπουλου, Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ, ΠΟΛΙΣ, 2019). Η δίκη των βασανιστών έγινε το 1975 και υπήρξαν καταδίκες μέχρι και 23 ετών φυλάκισης. Μάλλον έπεσαν στα μαλακά. Ένας από τους βασανιστές του Μουστακλή, ο Ν. Χατζηζήσης, είχε το θράσος να ισχυριστεί ότι «πιο πολύ βασανιστήκαμε οι ανακριτές παρά οι κρατούμενοι» και δεν εννοούσε, φυσικά, ότι βασανιζόταν από κάποιες τύψεις. Κάθε άλλο.! (Βλ. δημοσίευμα της Μ. Μαργωμένου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1/7/2007 με τον ειρωνικό τίτλο Ο βασανισμός του βασανιστή). Κανείς δε μετανόησε, κανείς δε ζήτησε ποτέ μια συγνώμη από τα θύματά του.
Ο γενναίος Σπύρος Μουστακλής ήταν ξεχωριστός, ήταν ένας δημοκρατικός αξιωματικός του στρατού πιστός στον όρκο του στο Σύνταγμα, τιμημένος με 20 παράσημα ανδρείας και άλλες διακρίσεις. Τιμήθηκε από ολόκληρο τον ελληνικό λαό. «Έζησε παραμένοντας πιστός στα δικαιώματα του ανθρώπου, στην ελευθερία και στα βαθιά του δημοκρατικά του φρονήματα», όπως γράφει στον Πρόλογό του βιβλίου ο Πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας.
Η κοινή γνώμη, έχει σχεδόν λησμονήσει τους σεμνούς δημοκρατικούς αξιωματικούς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που τίμησαν τον όρκο τους στο Σύνταγμα, υπηρέτησαν με τη στάση τους τη δημοκρατία, υπερασπίστηκαν την ελευθερία, αντιστάθηκαν στη δικτατορία και πλήρωσαν το ίδιο τίμημα όπως και οι αντιστασιακοί άλλων πολιτικών πεποιθήσεων. Για ορισμένους το τίμημα ήταν πάρα πολύ υψηλό. Δεν αναφέρομαι μόνο στον ηρωικό και αλύγιστο Αλέκο Παναγούλη, αλλά και σε πολλούς άλλους στους Τάσο Μήνη, Δημήτρη Οπρόπουλο, Λεωνίδα Βασιλακόπουλο, Μιχάλη Βαρδάνη και τόσους άλλους βασανισθέντες στρατιωτικούς από συναδέλφους τους και εκατοντάδες αντιστασιακών αξιωματικών που είναι αδύνατο να μνημονεύσω εδώ. Σε αυτούς, τους επώνυμους και τους αφανείς, δεν αποδίδονται οι τιμές που τους πρέπει και δεν έχουν την παρουσία που τους αξίζει στην εθνική δημοκρατική συνείδηση και μνήμη.
Εφέτος θα εορταστεί η 50ή επέτειος από την κατάρρευση της δικτατορίας και την εγκαθίδρυση του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος στη νεώτερη ιστορία της χώρας. Μια αδιάκοπη περίοδος ελευθερίας, δημοκρατίας, ασφάλειας και ευημερίας που δεν έχει προηγούμενο στη νεότερη ελληνική ιστορία. Στη επέτειο αυτή θα πρέπει να αποδοθούν άνευ διακρίσεων οι πρέπουσες τιμές στους ολίγους εκείνους γενναίους που αντιστάθηκαν με διάφορους τρόπους απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς και πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα, ορισμένοι με την ίδια τη ζωή τους.
Ιδιαίτερα οι ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να τιμήσουν ως εθνικό παράδειγμα στις νεώτερες γενιές αξιωματικών, το ύψιστο καθήκον αφοσίωσης προς στην πατρίδα και το πολίτευμά της, την τήρηση του όρκου τους στο Σύνταγμα με τη ζωή τους εκείνων των ολίγων συναδέλφων τους που αντιστάθηκαν με σθένος, γενναιότητα και αξιοπρέπεια με πολύ υψηλό προσωπικό κόστος, με τίμημα την ίδια τη ζωή τους. Δεν αρκεί μια ομιλία της κας Μουστακλή ή άλλων. Η δημοκρατική συνείδηση διαμορφώνεται και από τα ιστορικά παραδείγματα και καλλιεργείται με τη γνώση, το παράδειγμα, τα σύμβολα, τις αξίες, τις ιδέες, τα επιτεύγματα, τον τρόπο ζωής. Κι αυτή η συνείδηση συμβαδίζει με το γεγονός της εθνικής καταστροφής που επέφεραν στη χώρα επίορκοι στρατιωτικοί που όχι μόνο κατέλυσαν το πολίτευμα της χώρας με πραξικόπημα, αλλά βασάνισαν άγρια πολίτες και συναδέλφους τους αμετανόητοι πάντα για να παραμείνουν στην εξουσία, ενώ κατέρρευσαν με την προδοσία της Κύπρου, βάφοντας στα χέρια τους με αίμα. Πενήντα χρόνια αργότερα η μισή Κύπρος βρίσκεται ακόμα υπό την κατοχή των Τούρκων.
Η εθνική επίγνωση, αυτογνωσία και μνήμη επιβάλλουν να μην ξεχαστεί κανένας αντιστασιακός, επώνυμος, ανώνυμος ή αφανής.
Τίποτα, φυσικά, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγνωσή του βιβλίου. Χρειάζεται κανείς να συγκρατήσει τη συγκίνησή του για να φτάσει μέχρι την τελευταία σελίδα.
Η Χριστίνα Μουστακλή αφιερώνει το βιβλίο της στον «πατέρα που δε γνώρισα και στο σύζυγο που δεν έζησα».
Πράγματι, η κανονική ζωή της με τον σύζυγό της ήταν εξαιρετικά σύντομη, μόλις που πρόλαβε να γεννηθεί η κόρη τους Ναταλία την παιδεία της οποίας, λόγω των συνθηκών, είχε αναλάβει η οικογένεια του τότε αντισυνταγματάρχη Αθανάσιου Μπούρα, η σύζυγός του Ευαγγελία με την συμπαράσταση της Κατερίνας και τη Αγγελικής, τις δυο κόρες της οικογένειας. Ο Αναστάσιος Μπούρας ανήκε κι αυτός στην αντιστασιακή οργάνωση των δημοκρατικών στρατιωτικών «Ελεύθεροι Έλληνες», είχε συλληφθεί από τη χούντα κι είχε εκτοπιστεί στη Γυάρο και τη Σαμοθράκη. Είχε ιδιαίτερη φιλική σχέση με τον Μουστακλή. Αντιστασιακός αξιωματικός ήταν και ο αδελφός Αντώνης, απόστρατος. Η κα Μουστακλή, σε ιδιαίτερο σημείωμά της με ημερομηνία 4/4/2018 εκφράζει τη ευγνωμοσύνη της προς την οικογένεια Μπούρα.
«Δεν ήθελε να τον λυπούνται» γράφει η Χριστίνα Μουστακλή, «δεν επιζητούσε τον οίκτο… Δεν μετάνιωσε ποτέ γι αυτήν του την αντίσταση θυσιάζοντας το πολυτιμότερο αγαθό, τη ζωή του», σημειώνει η Χριστίνα Μουστακλή. Θα ήταν ένας σημαντικός επίλογος που προτάσσεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Είναι η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη που άφησε πίσω του ο Σπύρος Μουστακλής.
Λυπάμαι που άργησα να του γράψω. Κάθε φορά που περνάω από δρόμους που φέρουν το όνομά του, όπως στην Πεύκη, αισθάνομαι το βάρος της παρουσίας του, της ανδρείας του, της προσφοράς του προς την πατρίδα, τη δημοκρατία και τους πολίτες.
Τιμή και Δόξα. Ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει. Αιωνία του η μνήμη.
Αιωνία η μνήμη σε όλους τους πεσόντες αντιστασιακούς.
Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα metarithmisi.gr