Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε πρόσφατα στο Βιβλιοπωλείο «Επί λέξει», Αθήνα.
Το βιβλίο της Τσιβάκου κατά τρόπο, θα έλεγα αριστοτεχνικό, συνδέει αρμονικά και αναλύει βαθιές και δύσκολες έννοιες, παρασύροντας τον αναγνώστη σ’ ένα συναρπαστικό ταξίδι γύρω από την ιστορία του νοήματος.
Το νόημα ορίζεται ως μια ενέργεια του νου, ως δύναμη η οποία αναδύεται με κάθε αντικείμενο με το οποίο αλληλεπιδρά, θέτοντας στη θέση του αντικειμένου ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του. Ο τόπος, ωστόσο, γενέσεως του νοήματος δεν είναι παρά ο τόπος όπου η ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται σε επαφή με τον άλλον άνθρωπο και αυτός είναι ο τόπος της κοινωνικής σχέσης.
Στη μακρά ιστορία της ανθρωπότητας, έχουμε παραγωγή πληθώρα εννοιών για την ερμηνεία και κατανόηση του κόσμου μας. Πρόκειται για έναν ανοιχτό ορίζοντα νοήματος, από τον οποίο ο καθένας μας ανασύρει εκείνες τις έννοιες που του χρειάζονται για να εκφράσει το πώς εννοεί αυτό που λέει και θέλει να καταστήσει κατανοητό. Αυτό το νόημα που το ανθρώπινο υποκείμενο επιλέγει και αξιοποιεί κατά τις επαφές του με τους άλλους, καλούμε υποκειμενικό νόημα, ενώ το νόημα που κυριαρχεί στις επιλογές ενός κοινωνικού συνόλου, το καλούμε αντικειμενικό νόημα. Το αντικειμενικό νόημα χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μιας δεδομένης κοινωνίας σε μιαν ορισμένη ιστορική περίοδο, γι’ αυτό και συνδέεται με την κουλτούρα της κοινωνίας. Έτσι, συμπεραίνουμε, πως κάθε πολιτισμός συγκροτείται από το κυρίαρχο αντικειμενικό νόημα. Αντικειμενικό και υποκειμενικό νόημα βρίσκονται πάντα σε μια σχέση αλληλοδιείσδυσης, που λαμβάνει χώρα στο πεδίο της κοινωνικής σχέσης.
Η συγγραφέας διαπιστώνει ότι η σύγχρονη σκέψη δεν διερευνά την οντολογική σύσταση των κοινωνικών μεταβλητών – ή οντοτήτων αλλά και της κοινωνίας, δηλαδή στο τελικό στοιχείο της κοινωνικής οντότητας. Η επιστήμη της οντολογίας, διαπιστώνει σχετικά, έχει εξοριστεί από τη σκέψη, καθώς κανείς δεν ενδιαφέρεται για το Είναι των πραγμάτων, για την βαθύτερη ουσία τους, παρά για το τι μπορεί να κάνει με αυτά τα πράγματα.
Τι είναι, όπως, η Οντολογία. Πρόκειται για τον επιστημονικό εκείνο κλάδο που ερευνά φιλοσοφικές έννοιες αναφερόμενες κυρίως στην ύπαρξη. Αναπτύχτηκε στη Δύση τον 17ο αιώνα από διάφορους στοχαστές. Το ενδιαφέρον της συγγραφέως εστιάζεται στην κοινωνική οντολογία, δηλαδή, στο κοινό στοιχειακό δεδομένο που συνιστά τις διάφορες κοινωνικές οντότητες που έχει εφεύρει η κοινωνιολογία για να ερμηνεύει την κοινωνία, κι αυτό, για τη συγγραφέα είναι το νόημα.
Κατόπιν αυτού, η Τσιβάκου στέκεται κριτικά απέναντι σε μια κοινωνιολογία που περιορίζεται στη λειτουργία των κοινωνικών οντοτήτων, όχι στην ουσία τους, εναρμονιζόμενη έτσι με άλλους κλάδους των κοινωνικών επιστημών (όπως πχ της πολιτικής επιστήμης), οι οποίοι επίσης, αντιμετωπίζοντας τους παράγοντες που τους συγκροτούν λειτουργικά, συμβάλλουν δηλαδή στη λειτουργοποίηση του νοήματος.
Ενώ στο παρελθόν διανοητές όπως ο Μπένθαμ, ο Ρικάρντο ή ο Μαρξ, επέμεναν να βρουν το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας και συνεπώς του ανθρώπου, θέτοντας ως τέτοιο την ωφέλεια ο πρώτος, την εργασία οι άλλοι δύο, η σύγχρονη σκέψη εμβαθύνει στα πολιτισμικο-κοινωνικά φαινόμενα και όχι στις ρίζες των φαινομένων. Για παράδειγμα, μιλάμε σήμερα για τεχνητή νοημοσύνη, τα υπέρ ή κατά αυτής της τεχνολογίας, χωρίς να αναρωτηθούμε για την ουσία της τεχνολογίας, για το οντικό της στοιχείο, ώστε να κατανοήσουμε και το πού πηγαίνει.
Η αξιοποίηση του νοήματος σε κάθε ιστορική φάση της κοινωνίας είναι αυτή που δημιουργεί το περιβάλλον, τις συντεταγμένες του χρόνου και του τόπου, μέσα στις οποίες συγκροτούνται ως κοινωνικές υπάρξεις τα ανθρώπινα άτομα. Προέκυψε, λοιπόν, η ανάγκη ενός περίπλου στις θεωρίες και αναλύσεις αυτές που θεωρούν το νόημα ως ουσιώδες, αναντικατάστατο στοιχείο του κοινωνικού ώστε το νόημα να εξεταστεί στην εξελικτική του πορεία.
Με αυτόν τον περίπλου καταπιάνεται το βιβλίο κάνοντας ορισμένες στάσεις, σταθμούς.
Ο θεωρητικός αυτός περίπλους δεν είναι καθόλου τυχαίος. Υπάρχει πυξίδα πλοήγησης, όργανα προσανατολισμού, ναυτικός χάρτης για τα ενδιαφέροντα σημεία, για τις «Στάσεις» που κάνει το πλοίο στο ταξίδι αυτό. Μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί αναγκαστικά στην παρακολούθηση της ανθρώπινης σκέψης, στη σύλληψη του νοήματος αρχικά ως μια ποιότητα ηθική/αξιακή – όπως άλλωστε το εννόησε η Μεταφυσική – και στη μετεξέλιξή του ή μάλλον στη μετάλλαξή του σε νόημα λειτουργικό στην εποχή μας.
Αυτή η μετάλλαξη, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των κοινωνικών μεταβολών ή των παραγωγικών δυνάμεων (κατά τη διαπίστωση του Μαρξ), αλλά της ίδιας τη σκέψης, η οποία συνεξελίσσεται με τις κοινωνικές μεταβολές. Αυτό, νομίζω, επιχειρεί να αποδείξει η Τσιβάκου: την ευθύνη της σκέψης στη μεταστροφή του νοήματος προς λειτουργικές σκοπιμότητες. Ήδη από το Εισαγωγικό Κεφάλαιο του βιβλίου, μας προετοιμάζει λέγοντας ότι η πορεία της σκέψης από του Νέους Χρόνους κι ύστερα προσανατολίστηκε προς το νόημα της λειτουργίας. Συνέπεια αυτού του προσανατολισμού, είναι πως ο πολιτισμός της σημερινής εποχής έχει εμποτιστεί από το τι δύνανται να κάνουν τα πράγματα του κόσμου ώστε να είναι χρήσιμα στο ανθρώπινο υποκείμενο. Παρατηρούμε, έτσι, πως η λειτουργία, από τρόπος ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών, μετατράπηκε σε ικανότητα, σε λειτουργικότητα, η οποία ανήχθη σε υπέρτατη αξία για την αξιολόγηση κάθε δράσης, ατομικής ή συλλογικής.
Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η φιλοσοφική σκέψη, όταν εγκατάλειψε τη Μεταφυσική, οδηγήθηκε σε δύο μεγάλα ρεύματα, του ιδεαλισμού και του υλισμού. Σχολιάζοντας το νόημα όπως προκύπτει από την ανάλυση του Χέγκελ και του Μαρξ, η συγγραφέας διαπιστώνει πως και οι δύο έχουν απομακρυνθεί από έναν αφελή υλισμό, καθώς υποστήριξαν πως μπορεί να υπάρχει ο φυσικός κόσμος, όμως ο τρόπος που οι άνθρωποι τον αντιλαμβάνονται είναι νοητικός. Διατηρώντας και οι δύο την μεταφυσική θέση πως δεν μπορούν δύο διαφορετικές οντότητες να αλληλεπιδρούν (δηλαδή, δεν μπορεί το υποκείμενο να αλληλεπιδρά με το αντικείμενο) αν δεν διαθέτουν μια κοινή ουσία, η οποία θα πρέπει να είναι καθολική και αφηρημένη, δηλαδή να πρόκειται για έννοια ικανή να ανευρίσκεται και στον άνθρωπο και στα πράγματα. Τέτοια ουσία ήταν για τον Χέγκελ το Πνεύμα, ενώ για τον Μαρξ η εργασία και αυτές αποτέλεσαν το περιεχόμενο του νοήματος επί τη βάσει του οποίου οικοδόμησαν το κοινωνικό.
Η Τσιβάκου δεν στέκεται στο δυισμό ιδεαλισμού – υλισμού, ούτε στον δυισμό ύλης – ψυχής. Ως κοινωνικός αναλυτής, ανιχνεύει τα κοινωνικά πεδία όπου το νόημα αναδύεται, ήτοι από τις κοινωνικές σχέσεις.
Από το πλήθος των φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών θεωριών, που η συγγραφέας μελέτησε, επέλεξε να μας παρουσιάσει όσες συνδυάζουν δύο αξιολογικά κριτήρια: το ένα είναι το κριτήριο της διαδικασίας. Δηλαδή επιλέγει θεωρίες οι οποίες αντιμετωπίζουν το γίγνεσθαι, άρα τη μεταβολή. Το δεύτερο εκείνες που στρέφουν το ενδιαφέρον τους στις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα που τις συνιστούν, ανεξαρτήτως αν αυτά τα άτομα είναι άνθρωποι, συλλογικότητες ή δομές. Η σχέση αναδύεται μέσα από την κοινή δράση.
Με το παραπάνω σκεπτικό, η συγγραφέας εμπλέκεται σε διάλογο με εξέχοντες διανοητές και τις θεωρίες τους. Δε θα μπορούσα να παραθέσω εδώ την «εμπλοκή» αυτή διότι, εκτός του χρόνου, θα χρειαζόταν ένα άλλο επίπεδο επιστημονικής προσέγγισης πολύ υψηλό για να παρουσιαστεί με επάρκεια. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι απλώς να επισημάνω επιλεκτικά και επιγραμματικά τις «Στάσεις» αυτές του Περίπλου.
Πρώτη Στάση στον Αριστοτέλη και στους Πατέρες της Εκκλησίας, για να αποσαφηνιστούν οι έννοιες της ουσίας και της υπόστασης, όπως τις εννόησε η Μεταφυσική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις στο πλαίσιο αυτών των διδασκαλιών.
Κατόπιν, αφήνοντας πίσω τα Μεσαιωνικά χρόνια, η επόμενη Στάση γίνεται στον 17ος αιώνα που έχει χαρακτηριστεί ως ο αιώνας της πρώιμης νεωτερικότητας. Ήμαστε στην εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων και εφευρέσεων, της ανόδου της εμπορικής τάξης, της οικονομικής ακμής. Από αυτόν τον αιώνα επιλέγει να σταθεί στο έργο του Σπινόζα και ιδίως στην Ηθική του. Ο λόγος είναι πως ο Σπινόζα, χωρίς να αρνείται τον Θεό, ανοίγει το δρόμο για το τέλος του υπερφυσικού και την εγκαθίδρυση της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Όντας, κατά τον Σπινόζα, ο άνθρωπος ύπαρξη με λογική και πάθη, ακολουθεί συχνά το ατομικό του συμφέρον. Ακολουθεί δηλαδή μια λειτουργική λογική.
Μεταβαίνουμε στη συνέχεια στον 18ο αιώνα των μεγάλων κοινωνικών μεταβολών και επαναστάσεων (Αμερικανική, Γαλλική), την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης, της μετακίνησης των αγροτικών πληθυσμών προς τις πόλεις, της αύξησης του πλούτου αλλά και των ανισοτήτων. Είναι η εποχή εδραίωσης του Φιλελευθερισμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο σχολιασμός του Ωφελιμισμού, και κυρίως των απόψεων του Μπένθαμ, όπου η ωφέλεια αναγορεύεται σε ύψιστη ηθική αρχή, σε εννοιοκρατική κατηγορία ικανή να υπαγορεύσει τις κοινωνικές σχέσεις και τις ατομικές ταυτότητες.
Με την έλευση του 19ου αιώνα ο πολιτικός φιλελευθερισμός αμφισβητείται χωρίς να απορρίπτεται. Ο αιώνας σημαδεύεται από την άνοδο του καπιταλισμού, τις κοινωνικές αντιδράσεις, τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια του Κεφαλαίου, την εξάπλωση της μισθωτής εργασίας και τη δημιουργία μεγάλης φτώχειας, καθώς και την ανάπτυξη επαναστατικών κινημάτων. Συνάμα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μεγάλων διανοητών με αντι-ατομικιστικό και ολιστικό προσανατολισμό.
Πράγματι, με τον Χέγκελ η ανθρώπινη σκέψη πραγματοποιεί ένα μεγάλο άλμα. Ο Χέγκελ επιχείρησε να θεμελιώσει το νόημα ως Ορθό Λόγο. Το νόημα εισέρχεται στην ανθρώπινη σκέψη επί τη βάσει της ιστορικής διαλεκτικής του κίνησης. Ο Χέγκελ εισάγει μια υπερβατική οντότητα, το Πνεύμα, το οποίο εκφράζει ιστορικά την κίνηση της συλλογικής συνείδησης στην προσπάθειά της να κατανοήσει το Είναι με βάση τον Λόγο.
Ο Χέγκελ οδηγεί μοιραία στον Μαρξ. Ο Μαρξ αντικαθιστά την έννοια του χεγκελιανού πνεύματος με την έννοια της εργασίας. Στο μαρξικό έργο η εργασία καθοδηγεί το γίγνεσθαι και ανάγεται σε οντική δύναμη του κοινωνικού δίνοντας νόημα στις δημιουργημένες από αυτήν κοινωνικές οντότητες και σχέσεις.
Εν τούτοις, όπως γράφει η Τσιβάκου, η εστίαση της μαρξικής ανάλυσης στη σφαίρα της οικονομίας – και δη στον καπιταλισμό – την οδήγησε να συνδέσει την εργασία με την ανάγκη για εξασφάλιση υλικών αγαθών, οπότε, από κοινωνικο-οντική συνιστώσα, μετατρέπεται σε μέσον οικονομικο-λειτουργικό. Αυτή η μαρξική μετατόπιση έγινε αργότερα αντικείμενο κριτικής από τη Σχολή της Φρανκφούρτης και συγκεκριμένα από τον Μαρκούζε — καθώς υποστήριξε πως ο Μαρξ συνέδεσε αποκλειστικά την εργασία με την παραγωγή, γεγονός που εκ των πραγμάτων οδήγησε τον άνθρωπο στον εναγκαλισμό του από ένα, λειτουργικού τύπου, νόημα.
Από τον Μαρξ κι έπειτα, η κοινωνική οντολογία τελεί σε υποχώρηση, ενώ οι πιο ηχηροί εκπρόσωποι της κοινωνιολογίας εστιάζουν την ανάλυσή τους στην περιγραφή των κοινωνικών φαινομένων κι όχι στο δέον γενέσθαι για τη βελτίωσή τους. Αυτό το διαπιστώνει η Τσιβάκου αναφέροντας τον Εμίλ Ντυρκέμ (1858-1917) και τις αναλύσεις του για τη λειτουργικότητα των κοινωνικών θεσμών και οργανώσεων. Στέκεται διεξοδικότερα στον Μαξ Βέμπερ και στον Γκέοργκ Ζίμελ. Στη συνέχεια, θέτει στο μικροσκόπιο της ανάλυσής της θεωρητικούς που επικεντρώνονται στις κοινωνικές πρακτικές, ήτοι σε πεδία καθημερινής δράσης όπου τελούνται αλληλεπιδράσεις μεταξύ δομών, και δη πολιτισμικών, και ανθρώπινης ικανότητας για δράση – την οποία αποκαλεί δρασιακότητα -, όπως π.χ. ο Νορμπέρτο Ελίας, ο Πιέρ Μπουρντιέ και η σχολή του κριτικού ρεαλισμού με επικεφαλής τον Ρόυ Μπάσκαρ. Η περιήγηση στα κοινωνιολογικά κείμενα κλείνει με σύντομο σχολιασμό της θεωρίας της κοινωνικής δικτύωσης, και μάλιστα με τις απόψεις του κύριου εκπροσώπου της, του Harrison White, που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς η κοινωνική δράση στις μέρες μας προσλαμβάνει δικτυακή μορφή. Φυσικά, και η πολιτική δράση.
Η συγγραφέας αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ρεύμα του Λειτουργισμού και τους διακεκριμένους στοχαστές του. Κι αυτό, διότι ο λειτουργισμός δεν είναι μόνο κοινωνιολογικό αλλά και φιλοσοφικό ρεύμα το οποίο θέτει τη λειτουργία στο επίκεντρο της προβληματικής του. Αυτό που χαρακτηρίζει στην πλειονότητά τους τις θεωρίες του κοινωνικού λειτουργισμού είναι η αρχή της αιτιότητας ανάμεσα στους συστημικούς παράγοντες. Ο Λειτουργισμός άσκησε ευρύτατη επιρροή στις διάφορες τάσεις της κοινωνιολογίας. Είναι αδύνατο ακόμα και να τις απαριθμήσουμε.
Μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας είναι η «επίσκεψη» στον Νίκλας Λούμαν, εξέχοντα Γερμανό στοχαστή, ο οποίος πραγματεύθηκε τα ζητήματα του λειτουργισμού με τρόπο πρωτότυπο και εμβριθή, εστιάζοντας κυρίως στην κοινωνία και στα κοινωνικά συστήματα που την αποτελούν. Ο Λούμαν απορρίπτει την ιδέα της σταθερότητας και αμεταβλητότητας των συστημάτων. Εισάγει την έννοια της επικοινωνίας ως οντικό στοιχείο του κοινωνικού. Χωρίς την επικοινωνία το νόημα μένει ανενεργό. Το νόημα δεν έχει κάποια υπερβατική ή φυσική θεμελίωση ή καταγωγή. Συνδέεται αποκλειστικά με την επικοινωνία.
Τέλος, θα αναφερθώ σε δυο μη κοινωνιολόγους στοχαστές στους οποίους η συγγραφέας κάνει ιδιαίτερη «στάση», κι αυτοί είναι δύο πολιτικοί θα έλεγα φιλόσοφοι, ο Καστοριάδης και ο Φουκώ. Ο Περίπλους κάνει ιδιαίτερη στάση στο έργο τους, διότι και οι δύο, καίτοι αναγνωρίζουν τη λειτουργικότητα των θεσμών και των κοινωνικών συστημάτων δράσης, δεν περιορίζονται σε αυτό, αλλά υποδεικνύουν και τρόπους διαφυγής του ανθρώπου από τη λειτουργική λογική.
Καταλήγοντας, θα έλεγα πως ο Περίπλους, εκτός του ότι αποδεικνύει την ευθύνη της σκέψης για την εγκατάσταση στις κοινωνίες μας ενός νοήματος εμφορούμενου από την αξία της λειτουργικότητας, επιπρόσθετα, εμπλουτίζει την εγχώρια βιβλιογραφία της κοινωνικής οντολογίας. Μετά τον Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998) και το τελευταίο του έργο Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος (εκδόθηκε μετά το θάνατό του το 2007 από τις εκδόσεις ΘΜΕΛΙΟ) δεν έχω υπόψη μου, αλλά μπορεί και να λανθάνω, άλλη τόσο συστηματική επιστημονική προσπάθεια όπως αυτή της Τσιβάκου. Κι από αυτή την άποψη το βιβλίο είναι εξαιρετικά σημαντικό.
ΣΗΜΕIΩΣΗ: Στο Δεύτερο Μέρος του βιβλίου η προσοχή στρέφεται στην ψηφιακή τεχνολογία, η οποία, κατά τη συγγραφέα, συνιστά το αποκορύφωμα της λειτουργικότητας. Ως προς αυτό μίλησε η καθηγήτρια Ζωζέτα Μηλιοπούλου. Την Εισαγωγή στην εκδήλωση έκανε ο Θόδωρος Ρουσσόπουλος ενώ την παρουσίαση έκλεισε η ίδια η συγγραφέας η οποία απάντησε και στις ερωτήσεις του κοινού.
Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα metarithmisi.gr