Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η βρετανική αμφιθυμία

ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ
  1. Το ιστορικό υπόβαθρο

Το 1988, ο Ζακ Ντελόρ, έχοντας διασφαλίσει και δεύτερη θητεία ως Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκφώνησε στις 6 Ιουλίου λόγο στο Στρασβούργο, την έδρα της Ευρωβουλής, όπου εξέθεσε με σαφήνεια το όραμά του για την Ευρώπη. Γι’ αυτόν, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (Single European Act) που είχε συμφωνηθεί το 1986, δεν ήταν παρά ένας σταθμός στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και της Πολιτικής Ένωσης. «Δεν θα καταφέρουμε να λάβουμε όλες τις αποφάσεις που απαιτούνται μέχρι το 1995, εκτός αν αρχίσουμε να οικοδομούμε από τώρα την ευρωπαϊκή κυβέρνηση», είχε τονίσει,

Για την τότε πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία προφανώς πίστευε ότι με την Ενιαία Εσωτερική Αγορά, την οποία ενθουσιώδους είχε υποστηρίξει, το θέμα της «Ευρώπης» είχε κλείσει εφόσον και τα «λεφτά της», που ζητούσε επιμόνους χτυπώντας την τσάντα της στις τράπεζες του Συμβουλίου είχε σε μεγάλο βαθμό πάρει (επιστροφές από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως αντιστάθμισμα των «υπέρμετρουν» βρετανικών εισφορών), και η ευρωπαϊκή Αγορά είχε παραδοθεί στις ορέξεις του αχαλίνωτου καπιταλιστικού της προτύπου, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει.

Στην περίφημη, ή διαβόητη, ομιλία της στη Bruges, στο Κολέγιο της Ευρώπης, στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ξεσπάθουσε. Ούτε λίγο ούτε πολύ, απεικόνισε την Ευρώπη ως απειλή έναντι των όσων είχε προσπαθήσει να επιτύχει στη Βρετανία: «…δεν επιτύχαμε να συμπτύξουμε τα όρια του κράτους στη Βρετανία, μόνο και μόνο για να τα δούμε να επανέρχονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη δημιουργία ενός υπερκράτους που θα ασκεί μια νέα επικυριαρχία από τις Βρυξέλλες», άστραψε και βρόντηξε εξοργίζοντας τους Ευρωπαίους ηγέτες.

Ο Hugo Young, ο οξυδερκής αρθρογράφος της βρετανικής Guardian, σε ένα άκρως ενδιαφέρον βιβλίο του1 περιγράφει με γλαφυρότητα τις αλλεπάλληλες ανταλλαγές απόψεων -με τη συνήθη βρετανική διπλωματική λεπτότητα μεταξύ του Πρωθυπουργικού Γραφείου, του Θησαυροφυλακίου (Υπουργείου Οικονομικών) και του Foreign Office και δευτερευόντως άλλων αρμόδιων Υπουργείων για τη διαμόρφωση του κειμένου της ομιλίας της, που τελικά μόνο την κορυφή του παγόβουνου των ενστίκτων και των απόψε(όν της περί Ευρώπης αποκάλυψε.2

Εξίσου δηλωτικά όμως των βρετανικών θέσεων και αντιλήψεων ήταν τα αποσπάσματα του λόγου της που εξυμνούσαν την Ατλαντική Κοινότητα, «…την ευγενέστερη κληρονομιά μας και τη μέγιστη ισχύ μας».

Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το ισχυρό ιδεολογικό στοιχείο που συχνά χρωματίζει και (συγ)καλύπτει πραγματικές διαστάσεις των στάσεων και της διεθνούς θέσης μιας χώρας ιδιαίτερα από πολιτικούς που διατείνονται -και θέλουν να εμφανίζονται- ότι ακολουθούν πολιτική που υπαγορεύουν οι ισχυρές πεποιθήσεις τους (conviction politics). Η Θάτσερ δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος πολιτικός μιας τέτοιας σχολής. Απλώς, στη σημερινή εποχή κυριαρχίας των τεχνικών πολιτικής επικοινωνίας σκιάζεται ευχερέστερα ο πραγματισμός που εγγενώς διακρίνει όλους τους πολιτικούς.

Η Θάτσερ όμως, ίσιος να μην έκανε τίποτε άλλο παρά να περιγράφει με το δικό της ύφος και υπό το δικό της ιδεολογικό μανδύα, δύο ουσιώδεις διαστάσεις και σταθερές της βρετανικής κατάστασης: α) τη βαθιά ριζωμένη έως ψυχαναγκαστική αντίσταση σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων έναντι κάθε εκχώρησης «κυριαρχίας» προς υπερεθνικά όργανα, όπως τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» και β) την «ειδική σχέση» με την υπερατλαντική υπερδύναμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ιστορικοί και άλλοι λόγοι, που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ, έχουν διαμορφώσει ένα σκληρό πυρήνα στάσεων έναντι της ηπειρωτικής Ευρώπης και μια διάχυτη καχυποψία έναντι οποιασδήποτε υπερεθνικής συγκεντρωτικής εξουσίας. Η μακρά παράδοση κυριαρχίας του Κοινοβουλίου, ο νησιωτικός απομονωτισμός και εσωστρέφεια, η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας, η αυτοκρατορική παράδοση και ο ενδόμυχος φόβος για την ηγεμονία της Γερμανίας αποτελούν ορισμένα από τα βασικά συστατικά ενός εμπεδωμένου αισθήματος ανεξαρτησίας. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Βρετανία δεν έχει γνωρίσει ομοσπονδιακές μορφές διακυβέρνησης.3 Η στάση αυτή τέμνει στην ουσία κοινωνικά στρώματα και πολιτικά κόμματα όπου οι γνήσιοι ευρωπαϊστές αποτελούν μάλλον μειοψηφία.

Η ένταξη της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 19724 υπό τον πλέον ευρωπαϊστή πρωθυπουργό που έχει γνωρίσει ποτέ η χώρα, το συντηρητικό Έντουαρντ Χηθ, δεν οριστικοποιήθηκε παρά με δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου 1975, επί εργατικής κυβέρνησης Τζίμ Κάλαχαν, ο οποίος και επαναδιαπραγματεύθηκε ορισμένους όρους της ένταξης όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, το Φεβρουάριο του ίδιου έτους. Μολονότι η ένταξη εγκρίθηκε με πλειοψηφία άνω του 2 προς 1, σθεναρή ήταν η αντίσταση, μεταξύ άλλων, της αριστερός πτέρυγας των Εργατικών με επικεφαλής τον Τόνι Μπεν, θρυλική, ευγενή και ακέραια φυσιογνωμία της βρετανικής σοσιαλιστικής Αριστερός.

Από την άλλη μεριά, η Βρετανία υπήρξε πάντα σταθερή στην «ατλαντική» της τοποθέτηση και δεν χρειάζεται να προσφύγει κανείς σε πολλά παραδείγματα για να δείξει το βαθμό σύμπλευσης, σύμπραξης, συνεργασίας ή συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η διάσταση αυτή παρακολουθεί αδιάλειπτα τη βρετανική πολιτική.

Ο διάδοχος της Θάτσερ στην ηγεσία των συντηρητικών και κατά συνέπεια στην πρωθυπουργία της χώρας, Τζον Μέιτζορ, ακολούθησε ηπιότερη πολιτική έναντι της Ευρώπης, αλλά χωρίς να αποστεί ουσιαστικά από τις ανωτέρω «σταθερές», έχοντας πλέον να αντιμετωπίσει πραγματικό σχίσμα εντός του κόμματός του μεταξύ «ευρωσκεπτικιστών» (κομψός ευφημισμός για τους αντι- ευρωπαΐστές) και «φίλο-ευρωπαϊστών». Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η «ειδική περίπτωση» της Βρετανίας έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην περίπτωση της ΟΝΕ και της Πολιτικής Ένωσης.

Αναφορικά με την ΟΝΕ, είχε προηγηθεί η βαρύτατη νομισματική κρίση το Σεπτέμβριο του 1992, όταν το νεοπαγές Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (European Monetary System)5 υπέστη βαρύτατο κλονισμό. Ο Μέιτζορ αναγκάστηκε τότε (16/09/1992) να αποσύρει τη στερλίνα από το Μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (Exchange Rate Mechanism).6 Δεν επρόκειτο όμως για κάποια σκόπιμη ή προμελετημένη αντιευρωπαϊκή χειρονομία, αλλά για κίνηση ανάγκης που υπαγορεύτηκε από τις περιστάσεις.7 Δεν ήταν μόνο το εθνικό νόμισμα της Βρετανίας που βρέθηκε σε δεινή θέση. Οι ισοτιμίες αρκετών άλλων νομισμάτων πιέστηκαν σοβαρά, ορισμένες δε χώρες τα απέσυραν αργά ή γρήγορα από το Μηχανισμό.8

Στη Διακυβερνητική Διάσκεψη που συγκλήθηκε για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) με τροποποίηση της Συνθήκης, ύστερα από απόφαση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Στρασβούργου (8-9/12/1989) και που είχε βάση την έκθεση της «Επιτροπής Ντελόρ»,9 η Βρετανία πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις για τις ρυθμίσεις που αφορούσαν τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο, στη θέσπιση δηλαδή ενιαίου νομίσματος και τελικά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάαστριχτ, επέλεξε την αυτοεξαίρεση (opting out).

Στην περίπτωση της Πολιτικής Ένιυσης,10 που είχε μοχλό το γαλλογερμανικό άξονα και που κινήθηκε με γοργούς βηματισμούς ύστρα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δουβλίνου (25-26/6/1990) για σύγκλιση ξεχωριστής Διακυβερνητικής Διάσκεψης,11 η Βρετανία, απρόθυμη αρχικά να συμμετάσχει και επιβραδύνουσα μετέπειτα τη διαδικασία, παρέμενε και πάλι σταθερή στην απόρριψη κάθε «υπερεθνικής» εξουσίας ρίχνοντας το βάρος σε ρυθμίσεις «διακυβερνητικής» (intergovernmental) συνεργασίας. Αλλεργία12 της προκαλούσε κάθε αναφορά στον όρο «ομοσπονδία» στα κείμενα της Συνθήκης, έννοια που θεωρούσε ισοδύναμη με την έννοια του υπερσυγκεντρωτικού, υπερεθνικού κράτους. Βασικές αντιρρήσεις είχε επίσης για τη διεύρυνση του νομοθετικού ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (διαδικασία της συναπόφασης/co-decision).

Στον αναπόφευκτο τελικό συμβιβασμό κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου του Μάαστριχτ (9-10/12/1991), η Βρετανία απέρριψε κάθε αναφορά στον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της «Ένωσης» και αυτο-εξαιρέθηκε και πάλι από την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων για την κοινωνική πολιτική. Η παράκαμψη μάλιστα της βρετανικής άρνησης έγινε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε σύμφωνα με μια άποψη να συνιστά «θεσμική και νομική καινοτομία απρόβλεπτων διαστάσεων»13 εφόσον η συμφωνία των υπόλοιπων έντεκα κρατών μελών περιλήφθηκε σε ειδικό πρωτόκολλο.

Η βρετανική στάση στο θέμα του «Κοινωνικού Χάρτη» δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί στη βάση του ακραίου πρότυπου «οικονομίας της αγοράς» της Συντηρητικής κυβέρνησης υπό τη σκιά μάλιστα ακόμη της Θάτσερ, μολονότι από ουσιαστικής άποψης, ο Χάρτης αποτέλεσε το ελάχιστο δυνατό αντιστάθμισμα έναντι της νεοφιλελεύθερης αντίληψης που επικράτησε στη Συνθήκη.

Γενικότερα όμως το γεγονός ότι η «πολιτικοποίηση» της Ένωσης ήταν έργο των ελίτ με εμφανές το δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα, χωρίς την ενεργό ανάμειξη των πολιτών της Ευρώπης, χωρίς δημόσιο διάλογο, με θεσμούς και διαδικασίες απόμακρες για το «μέσο πολίτη», δημιούργησε αρκετές δυσκολίες αποδοχής. Χρειάστηκαν δύο δημοψηφίσματα στη Δανία για να επικυρωθεί η Συνθήκη, ενώ στη Γαλλία του Μιτεράν στο σχετικό δημοψήφισμα (20/9/1992) η διαφορά υπέρ της αποδοχής ήταν σχεδόν οριακή (51,05% έναντι 48,95%). Ο Μέιτζορ, παρά τις εσωκομματικές πιέσεις, αρνήθηκε να θέσει το θέμα σε δημοψήφισμα.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ μπορεί να ήταν η σπουδαιότερη μετά την ιδρυτική της Ρώμης (25/3/1957), αλλά έχοντας ισχνή νομιμοποιητική βάση, δεν απέκτησε ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση, ακόμη και σε χώρες με έντονο προσανατολισμό προς την ενοποίηση, όπως η Γερμανία. Στη δε Βρετανία (1995), μόνο το 12% υποστήριξε «ισχυρά» τη Συνθήκη. Γενικότερα, ήταν φανερό ότι για διαρθρωτικούς και συγκυριακούς λόγους, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης περνούσε από «κυκλική» φάση κρίσης. Ο «Ευρωσκεπτικισμός» άρχισε να τρίζει τα δόντια του. Στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996 για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ που ακολούθησε, η στάση που υιοθέτησε η Βρετανία λόγω των έντονων διαιρέσεων εντός των κόλπων του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, χαρακτηρίστηκε ως «μηδενικού αναθεωρητικού περιεχομένου».14

  1. This Blessed Plot, McMillan, Λονδίνο, 1998.
  2. Σχολιάζοντας το προσχέδιο της ομιλίας της Θάτσερ που είχε αποστείλει ο στενότερος σύμβουλός της Charles Powell στο Foreign Office, στο οποίο υπήρχαν διατυπώσεις όπως «…η Βρετανία έσωσε την Ευρώπη από την πρωσική κυριαρχία…», ή ότι υπήρξε «…επιτυχημένη αυτοκρατορία…» σε αντιδιαστολή με τις αποτυχημένες αντίστοιχες ιμπεριαλιστικές των Γάλλων, Ολλανδών, Ισπανών και Πορτογάλων, ο Stephen Wall, ιδιαίτερος γραμματέας του Υπουργού Εξωτερικών Geoffrey Howe, έγγραφε: «Δεν αρέσει στον υπουργό μου η αναφορά ότι υπήρξαμε πιο επιτυχημένοι αποικιοκράτες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελεί γεγονός το ότι χάσαμε τις αποικίες μας στη Βόρεια Αμερική, πριν η Ισπανία χάσει τις δικές της στη Νότια Αμερική»;
  3. Η παραχώρηση ευρείας δικαιοδοσίας (πλην Άμυνας, Εξωτερικής Πολιτικής κ.λπ.) στη Σκοτία και Ουαλία από τον Μπλερ, με τη σύσταση τοπικών Βουλών, έχει οδηγήσει ορισμένους σχολιαστές να υποστηρίζουν ότι τελική κατάληξη θα είναι ο κατακερματισμός και η ομοσπονδιοποίηση της Βρετανίας. Η μικρή χρονική διάρκεια λειτουργίας των νέων θεσμών και η ρευστότητα των εθνικιστικών-αυτονομιστικών τάσεων δεν οδηγούν, επί του παρόντος, στη συναγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος.
  4. Η Βρετανία είχε υποβάλει αίτηση προς ένταξη το 1961, αλλά προσέκρουσε τότε στην άρνηση του Ντε Γκωλ. Επανήλθε το 1966 επί Εργατικής Κυβέρνησης του Χάρολντ Γουίλσον.
  5. Το ΕΝΣ τέθηκε εν ισχύι το 1979 ύστερα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 1978. Η στερλίνα εντάχθηκε στις 8/10/1990.
  6. Η «Μαύρη Τετάρτη» (Black Wednesday) έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των Βρετανών. Ο Μέιτζορ έχασε τη μάχη με το κερδοσκοπικό κεφάλαιο (George Soros). Η Μεγάλη Βρετανία μόλις έβγαινε από κύκλο ύφεσης. Αύξηση των επιτοκίων για τη στήριξη του νομίσματος θα έπληττε σοβαρά την ανάκαμψη της οικονομίας.
  7. Στόχος του ΕΝΣ ήταν η διατήρηση σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με όριο διακύμανσης + – 2,25%. Η ισοτιμία κάθε νομίσματος καθοριζόταν κεντρικά σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (European Currency Unit – ECU). Στο «καλάθι» των νομισμάτων, το γερμανικό μάρκο συμμετείχε κατά 30,53%. Η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) καθόριζε ουσιαστικά τη νομισματική πολιτική του συστήματος. Η απελευθέρωση κίνησης κεφαλαίων, η ενοποίηση της Γερμανίας με τα δημιουργηθέντα ελλείμματα από τη μεταβίβαση τεράστιων πόρων στην πρώην Ανατολική Γερμανία, οδήγησαν σε αύξηση των επιτοκίων. Η στερλίνα που είχε εισέλθει στο Μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών με υψηλή ισοτιμία έναντι του μάρκου ήταν αδύνατο να διατηρήσει τη θέση της.
  8. Η ιταλική λιρέτα αποσύρθηκε την επομένη (17/9/1992), ενώ η Σουηδική Κεντρική Τράπεζα αύξησε το οριακό επιτόκιο δανεισμού στο 500% και δύο μήνες αργότερα η κορώνα αποσυνδέθηκε από το ECU (15/11/1992). Η ισπανική πεσέτα και το πορτογαλικό εσκούδο υποτιμήθηκαν κατά 6% (22/11/1992) και λίγο αργότερα ακολούθησε η υποτίμηση της ιρλανδικής λίρας κατά 10% (30/01/1993). Τα νέα όρια διακύμανσης των νομισμάτων που διευρύνθηκαν τον Αύγουστο του 1993 στο επίπεδο του + -15%, δεν στάθηκαν ικανά να προσελκύσουν εκ νέου τη στερλίνα στο Σύστημα.
  9. Έκθεση για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση στην Ευρώπη, 20 Απριλίου 1989.
  10. Βλ. Τ. Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση, εκδ. Θεμέλιο, 1993.
  11. Η έναρξη των εργασιών της διακυβερνητικής διάσκεψης έγινε τυπικά στη Ρώμη στις 15/12/1990.
  12. Η λέξη που άρχιζε από F (Federation-Ομοσπονδία) ήταν τόσο «υβριστική», «χυδαία» και αμνημόνευτη για μερίδα του βρετανικού Τύπου, όσο και η λέξη με τέσσερα γράμματα που άρχιζε επίσης από F (fuck).
  13. Βλ. Τ. Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση, ό.π., σ. 104.
  1. Τόνι Μπλερ-Νέα εποχή

Στις εκλογές της 1ης Μαΐου του 1997, το «Νέο Εργατικό» κόμμα του Τόνι Μπλερ κατήγαγε θριαμβευτική νίκη, τη μεγαλύτερη στην ιστορία του, οι δε Τόρις υπέστησαν τη μεγαλύτερη ήττα τους.15 Όντας στην αντιπολίτευση, ο Μπλερ είχε αλλάξει και εκσυγχρονίσει σημαντικά το κόμμα, το μηχανισμό του και την πολιτική του για να το καταστήσει εκ νέου «εκλέξιμο» και να εκτοπίσει έτσι το «φυσικό κόμμα της εξουσίας». Είναι λάθος να πιστεύεται ότι ο εκλογικός θρίαμβος των Εργατικών οφειλόταν στα οικονομικά και στα ροζ σκάνδαλα των Συντηρητικών και στις αγεφύρωτες εσωτερικές αντιθέσεις τους ή στις τεχνικές πολιτικής επικοινωνίας και στην επαγγελματικά ικανότατη πράγματι επικοινωνιακή ομάδα του (οι λεγόμενοι spin doctors). Το «σχέδιο» του Μπλερ απέβλεπε και πέτυχε να κερδίσει κρίσιμα στρώματα του μεσαίου χώρου, συγκρατώντας ταυτόχρονα την παραδοσιακή εκλογική βάση του κόμματος, προβάλλοντας και χαράζοντας πολιτικές από θέσεις «ριζοσπαστικού κέντρου» που συμπυκνώθηκαν στον όρο-σύνθηματου «Τρίτου Δρόμου». Με άλλα λόγια, στην αναζήτηση και εφαρμογή πολιτικών που θα υπερέβαιναν τόσο την παλαιό ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία όσο και το νεοφιλελευθερισμό.16 Το πρόβλημα ήταν η σύναψη και διατήρηση πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών που όχι μόνο θα έφερναν το κόμμα στην εξουσία αλλά και θα επέτρεπαν την παραμονή του, σπάζοντας έτσι το φαύλο κύκλο της πολιτικής του παράδοσης που δεν το ήθελε να κυβερνά περισσότερο από μία θητεία.

Σκοπός δεν είναι να αναλυθεί βέβαια εδώ το επίμαχο αυτό θέμα. Απλώς επισημαίνεται ως μια νέα ανάλυση και προσανατολισμός πολιτικής υπό νέες πολυδιάστατες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες, που αναπόφευκτα συνεπαγόταν και νέα στάση έναντι της Ευρώπης.

Από την εκλογή του ο Μπλερ υποσχέθηκε να παλέψει σκληρά και για την επικράτηση των βρετανικών συμφερόντων και για τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης πιστεύοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό μόνο εάν υιοθετούσε μια στάση εποικοδομητικής συμμετοχής και όχι αλόγιστης άρνησης διατηρώντας προσεκτικά τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες ώστε να μην κατηγορηθεί για «ξεπούλημα» ή άνευ όρων παράδοση του δικαιώματος της αρνησικυρίας (veto). Η νέα αυτή προσέγγιση χαρακτηρίστηκε ως «εποικοδομητική εμπλοκή» (constructive engagement), όρος που φαίνεται να γίνεται αποδεκτός ακόμη και από τον Economist17 σε σχέση με τον προηγούμενο «ανταρτοπόλεμο».

Το «νέο ξεκίνημα» του Μπλερ στις σχέσεις με την Ευρώπη έτυχε ευμενούς υποδοχής. Άλλωστε, σύντομα η Εργατική κυβέρνηση υιοθέτησε τον «Κοινωνικό Χάρτη» και αργότερα (Σεπτέμβριο 2000) ενσωμάτωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στο εσωτερικό της δίκαιο, πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά τη θέσπισή της. Η Μεγάλη Βρετανία συνυπέγραψε στις 2 Οκτωβρίου 1997 τη Συνθήκη του Άμστερνταμ που είχε συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Ιουνίου του 1997 που ολοκλήρωσε τις διαδικασίες της Διακυβερνητικής Διάσκεψης.18 Η Νέα Συνθήκη ορθώς χαρακτηρίστηκε τότε ως ενδιάμεση ή μεταβατική, εφόσον οι μετέπειτα εξελίξεις με αποφασιστικό παράγοντα τη διεύρυνση οδήγησαν πριν αλέκτωρ λαλήσει στην ανάγκη νέους Διακυβερνητικής Διάσκεψης που αναμένεται να ολοκληρωθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Νίκαια στις 8-10 Δεκεμβρίου επί γαλλικής προεδρίας.

Η επιτυχημένη βρετανική προεδρία στο Α’ εξάμηνο του 1998 επισφράγισε την αλλαγή πλεύσης και δημιούργησε νέο επίπεδο σχέσεων μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ευρώπης.19 Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Κάρντιφ της Ουαλίας στις 15 και 16 Ιουνίου του 1998 είχε επίκεντρο τα θέματα της απασχόλησης και της ευημερίας και προσανατολίστηκε σε προβλήματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους πολίτες καθώς και στην αρχή της επικουρικότητας (subsidiarity) ώστε να ενισχύει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ένωσης. Η Βρετανία έπαψε να καβγαδίζει συνεχώς με τους εταίρους της και ο Μπλερ δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει ότι είναι «υπέρ της Ευρώπης αλλά κατά του status quo».

Η θεσμική κρίση στην Ένωση, που ξέσπασε στις αρχές του 1999 και που οδήγησε στην παραίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη για βαθιές αλλαγές στο θεσμικό οικοδόμημα της Ένωσης καθώς και την επιτακτική ανάγκη «διαφάνειας» (transparency). Τα βρετανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), σύσσωμα σχεδόν, δύσκολα απέκρυπταν ένα αίσθημα «κρυφής ικανοποίησης» που διαπερνούσε τα σχόλιά τους.

Οι επιπτώσεις της κρίσης αυτής δεν άργησαν να φανούν. Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που ακολούθησαν (12/6/1999) επεκράτησαν κεντροδεξιές και συντηρητικές δυνάμεις έναντι της προηγούμενης σοσιαλδημοκρατικής υπεροχής, παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα κράτη μέλη της Ένωσης κυβερνούσε η κεντροαριστερά με διάφορους σχηματισμούς. Στη Βρετανία ιδιαίτερα, οι εκλογές άφησαν παγερά αδιάφορο το εκλογικό σώμα και ιδιαίτερα την εκλογική βάση του κυβερνώντος κόμματος. Η αποχή ξεπέρασε το 73%, οι Εργατικοί με ποσοστό 26,8% εξέλεξαν μόνο 29 (έναντι 62 το 1994) ευρωβουλευτές ενώ οι Συντηρητικοί υπό τον Γουίλιαμ Χέιγκ και την ευρωσκεπτιστική εκστρατεία του το 34,20% και 36 ευρωβουλευτές (έναντι 18 το 1994). Η μεγάλη αυτή διαφορά οφείλεται βέβαια στο γεγονός ότι πρώτη φορά οι εκλογές διεξήχθησαν με σύστημα απλής αναλογικής, αλλά δεν μπορεί να συ- γκαλύψει την αδιαφορία των Βρετανών πολιτών.20

Το εκλογικό σώμα δεν φαίνεται να συγκινήθηκε από τα ανοίγματα του Μπλερ προς την Ευρώπη, τα δε αποτελέσματα έδειξαν ότι ο Βρετανός Πρωθυπουργός, παρά τις προθέσεις του, είχε πλέον στα χέρια του μια «καυτή πατάτα» (hot potato), εάν ήθελε κανείς να χρησιμοποιήσει αγγλική έκφραση ήκιστα κατάλληλη για την περίπτωση. Κι αυτά παρά το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν συμμετείχε φυσικά στη ζώνη του ευρώ των έντεκα που άρχισε να ισχύει από 1/1/1999. Ούτε στην ομιλία στο ετήσιο Συνέδριο του κόμματος στο Μπόρνμουθ (28/9/1999),21 ούτε στο μήνυμά του για την ανατολή του νέου αιώνα και της νέας χιλιετίας22 έκανε κάποια αναφορά στην Ευρώπη ή σε κάποιο όραμά του για την Ευρώπη. Πλήρης σιγή.

Και όμως, μόλις ένα μήνα πριν το Εργατικό κόμμα είχε εγκαινιάσει εκστρατεία για να κερδίσει την κοινή γνώμη στο θέμα της Ευρώπης, με άρθρο23 που συνυπέγραψαν τόσο ο Τόνι Μπλερ όσο και ο υπουργός Οικονομικοί Γκόρντον Μπράουν, το νούμερο 2 στην κυβέρνηση και ο κυριότερος διεκδικητής της ηγεσίας του κόμματος σε ενδεχόμενη πάλη διαδοχής. Παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον το πλαίσιο εντός του οποίου οι συγγραφείς του άρθρου υπερασπίζονται τη θέση ότι «το μέλλον της Βρετανίας είναι στην Ευρώπη».

Καταρχήν, διεκδικείται ηγετικός ρόλος σε μια μεταρρυθμισμένη Ευρώπη προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η Βρετανία. Κατά δεύτερο λόγο, υποστηρίζεται ότι η θέση της χώρας στην Ευρώπη ισχυροποιεί τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, χρησιμεύοντας ως γέφυρα. Τρίτον, προβάλλεται ότι η Ευρώπη δεν θα γίνει ένα ομοσπονδιακό υπερκράτος και τέλος, το Θέμα της ένταξης στο ευρώ παραπέμπεται σε δημοψήφισμα, η χρονική στιγμή του οποίου δεν προσδιορίζεται. Αργότερα έγινε σαφές ότι η δέσμευση ισχύει για την επόμενη κυβερνητική θητεία. Εξυπακούεται ότι η προσφυγή σε δημοψήφισμα θα γίνει όταν η κυβέρνηση κρίνει ότι έχουν εκπληρωθεί οι οικονομικοί όροι που η ίδια θεωρεί αναγκαίους, όροι-κριτήρια που δεν έχουν σχέση με τα κριτήρια του Μάαστριχτ, τα οποία αρκούντως εκπληρώσει ή δύναται να εκπληρώσει η Βρετανία εντός συντόμου χρονικού διαστήματος.

Μεταρρύθμιση της Ευρώπης για τον Μπλερ σήμαινε κατεξοχήν ουσιαστικές αλλαγές στο οικονομικοκοινωνικό πρότυπο οργάνωσης προς την κατεύθυνση του πιο φιλελεύθερου αμερικανικού προτύπου, που προφανώς τον είχε εντυπωσιάσει με τη συνεχή οικονομική άνοδο χωρίς πληθωριστικές πιέσεις, το ισχυρό νόμισμα και τη μείωση της ανεργίας με την ευελιξία στην αγορά εργασίας και τα συναφή. Άλλωστε και ως προς αυτό ο Μπλερ συνέπλεε με τον Πρόεδρο Κλίντον.24

Πρόθεση δεν είναι εδώ να αξιολογηθούν τα πρότυπα αυτά καθεαυτά ή να υποστηριχθεί κάποιο «μεικτό» σύστημα, αλλά να επισημανθεί η καθόλα νόμιμη φιλοδοξία εξαγωγής του προτύπου του «Τρίτου Δρόμου» στην Ευρώπη, προτύπου που αναπόφευκτα αντανακλούσε, συν τοις άλλοις, την αγγλοσαξονική ατομικιστική κουλτούρα της ελεύθερης επιχείρησης και τις ιστορικές της ρίζες.25

Η εκλογική νίκη των Γάλλων Σοσιαλιστών υπό τον Λιονελ Ζοσπέν (01/6/1997) και ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού επισφράγισε26 την κεντροαριστερή στροφή της Ευρώπης, παρά τις εμφανείς διαφορές του «γαλλικού προτύπου» σε σχέση με το βρετανικό και τις ουσιαστικές διαφορές απόψεων στα ευρωπαϊκά θέματα. Με τη νίκη των Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ (27/9/1998), η στροφή ολοκληρώθηκε. Προεκλογικά ο Σρέντερ είχε προβληθεί ως ο «Μπλερ της Γερμανίας».

Μπλερ και Σρέντερ φάνηκε μάλιστα να βρίσκονται σε παρόμοιο μήκος κύματος αναφορικά με το «πρότυπο», ιδιαίτερα μετά την αναχώρηση του Όσκαρ Λαφοντέν (του πιο επικίνδυνου ανθρώπου στην Ευρώπη, κατά τη βρετανική λαϊκή εφημερίδα Sun), πράγμα που δεν άργησε να αποτυπωθεί λίγο αργότερα σε Κοινή Διακήρυξη των αντίστοιχων κομμάτων.27 Το πρότυπο της «Ελιάς» στην Ιταλία υπό τον πρωθυπουργό Πρόντι (τον οποίο ο Μπλερ ένθερμα υποστήριξε για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και αργότερα υπό τον Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, συμπλήρωνε την εικόνα της ηγεμονίας των κεντροαριστερών κυβερνήσεων στις ισχυρότερες χώρες της Ένωσης.

Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της «Νέας Οικονομίας» και να αναθεωρήσει το ιδεολογικό της πλαίσιο για να επιβιώσει πολιτικά και, ει δυνατόν, να ηγεμονεύσει μακροπρόθεσμα μετά τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού. Και πάλι σημασία για την ανάλυση εδώ δεν έχει η επιλογή κριτηρίων για τη θετική ή αρνητική αξιολόγηση λόγων και έργων στις επιμέρους χώρες.28 Απλώς επιδιώκεται να υπογραμμιστεί η κάθε άλλο παρά αμελητέα επίδραση του Μπλερ και η σημασία του ιδεολογικού παράγοντα. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζονται και τα εμφανή όρια αυτής της επίδρασης, εφόσον ούτε οι κοινές αξίες της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς ούτε η σύγκλιση των «κοινωνικών προτύπων» αποτελούν επαρκείς όρους για την περαιτέρω ολοκλήρωση ή και την πολιτική ένωση της Ευρώπης.

Μπορεί να φαντάζει υπερβολικός ο ισχυρισμός του Μπλερ29 ότι η «Ευρώπη κινείται προς τη δική του κατεύθυνση», αλλά γεγονός είναι ότι ως προς τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η αγγλοσαξονική ημερήσια διάταξη έχει επικρατήσει. Τα Συμπεράσματα του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Λισαβόνα (23-24/3/2000) εύκολα επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Το «πρότυπο» κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης επαναξιολογήθηκε σημαντικά ώστε να κατασκευαστεί το νέο «αμερικανοευρωπαΐκό μείγμα»: η παραγωγή πλούτου σε συνδυασμό με την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη.

Οι Βρετανοί μίλησαν για νίκη και για «αυξημένη επιρροή», κάλυψη του «εννοιολογικού κενού» λόγιο της αδράνειας του γερμανογαλλικού άξονα.30 Την εντύπωση ίσιος ενισχύει το γεγονός της κατάληψης σημαντικών θέσεων από Βρετανούς στις Βρυξέλλες καθώς και η παρουσία δύο ικανοτάτων Επιτρόπων, του Νιλ Κίνοκ, πρώην ηγέτη του Εργατικού Κόμματος (Αντιπροέδρου της Επιτροπής) και του Κρίστοφερ Πάτον (Εξωτερικών Υποθέσεων). Ωστόσο, συμπεράσματα και εντυπώσεις απετέλεσαν μάλλον εσπευσμένους «ευσεβείς πόθους», όπως φάνηκε μετ’ ου πολύ από τις γερμανικές και γαλλικές παρεμβάσεις για το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης, που στην ουσία παραμερίζουν τη βρετανική πλευρά, η οποία εξ αντικειμένου δεν μπορεί να ακολουθήσει τέτοιους βηματισμούς.

Κατά συνέπεια, η νέα συζήτηση για την πορεία της Ευρώπης με βάση το γαλλογερμανικό άξονα, φαίνεται να ακυρώνει, εν μέρει τουλάχιστον, τις βρετανικές προσπάθειες κατάργησης ή μερικής αχρήστευσής του και δημιουργίας κάποιας ισοσκελούς τριγωνικής σχέσης (Μεγάλη Βρετανία-Γαλλία-Γερμανία) ως νέου κινητήριου μοχλού της Ευρώπης. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι οι κινήσεις αυτές βασίστηκαν στην εκτίμηση ότι στη μεταψυχροπολεμική εποχή, η ενωμένη Γερμανία δεν είχε πλέον και τόση ανάγκη τη Γαλλία. Γι’ αυτό ίσως οι «προσωπικές» προτάσεις του Γερμανού ΥΠΕΞ Γιόσκα Φίσερ περί ομοσπονδιακής Ευρώπης χαρακτηρίστηκαν ως «χαρταετοί» άνευ προσανατολισμού.31

Συνοψίζοντας, η εποχή Μπλερ έχει μέχρι σήμερα δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο σχέσεων της Μεγάλης Βρετανίας με την ΕΕ, σαφώς πιο θετικό και εποικοδομητικό σε σχέση με την προηγούμενη δεκαοκταετή περίοδο της Συντηρητικής διακυβέρνησης, χοορίς να σημειωθούν όμως ουσιαστικές αλλαγές στους βασικούς προσανατολισμούς της βρετανικής πολιτικής. Οι κινήσεις της είναι προσεκτικές και επιφυλακτικές και καθορίζονται σε αποφασιστικό βαθμό από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Τα πράγματα όμως κινούνται και καμιά χώρα δεν μπορεί να αποφύγει το πικρό ποτήρι των επιλογών.

  1. Βλ. Τ. Κ. Ιωακειμίδης, Το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και η Ελλάδα, ΙΟΒΕ, Αθήνα 1995.
  2. Οι Εργατικοί κέρδισαν 419 έδρες στη Βουλή των Κοινοτήτων, έναντι 165 των Συντηρητικών, αποκτώντας συντριπτική κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και ακλόνητη πλειοψηφία. Ο Μπλερ ανεδείχθη ο νεότερος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας από το 1812. Από την άλλη μεριά, οι Συντηρητικοί με μόνο 31% της συνολικής ψήφου, είχαν να γνωρίσουν τέτοια ήττα από το 1832.
  3. Η φιλολογία περί «Τρίτου Δρόμου» είναι ήδη αρκετά μεγάλη. Στο βρετανικό πλαίσιο, μπορεί κανείς να επισημάνει ορισμένα βασικά «εγχειρίδια» πέρα από τους πολιτικούς λόγους, δηλώσεις κ.λπ. ή την κριτική πανεπιστημιακών, διανοουμένων, πολιτικών, αρθρογράφων κ.ά. Το φυλλάδιο του ιδίου του Τόνυ Μπλερ, The Third Way, Fabian Society, 1998 και τα βιβλία του Anthony Giddens, The Third Way, Polity Press, Λονδίνο 1998 & The Third Way and its Critics, Polity Press, Λονδίνο 2000, αποτελούν έναν καλό οδηγό. Τον πυρήνα της πιο συστηματικής κριτικής από τα «αριστερά» βρίσκουμε στην έκτακτη και μοναδική έκδοση του περιοδικού Marxism Today, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1998.
  4. Βλ. «The Enigma of Tony Blair», The Economist, 13/05/2000.
  5. Βλ. το συλλογικό τόμο Από το Μάαστριχτ στο Άμστερνταμ, Επιμέλεια Σ. Ντάλης, εκδ. I. Σιδέρης, 1997. Στο Άμστερνταμ κυριάρχησε η συζήτηση στο θέμα της ευελιξίας (flexibility) υπό το πρίσμα των «ευέλικτων μορφών ολοκλήρωσης».
  6. Βλ. Σ. Ντάλης, Η Νέα Διεθνής Πραγματικότητα και η Ελλάδα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
  7. Σε δηλώσεις του (14/6/1999), το μόνο που βρήκε να πει ο Μπλερ ήταν: «Καταλαβαίνω τις ανησυχίες του κόσμου για την Ευρώπη, γι’ αυτό η κυβέρνησή μου παλεύει να την αλλάξει και να τη μεταρρυθμίσει».
  8. Βλ. The Times, 29/9/1999.
  9. Βλ. The Guardian, 30/12/1999.
  10. Βλ. The Independent, 14/10/1999
  11. Ο Μπλερ δεν απέκρυψε την επιδίωξή του να δημιουργήσει μαζί με τον Κλίντον ένα παγκόσμιο κίνημα της κεντροαριστεράς. Βλ. συνέντευξή του στην εφημερίδα The Guardian (7/2/1998) κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον και τη θερμή υποδοχή που έτυχε: «Κάθε φορά που τους συναντώ» (τους Αμερικανούς του Δημοκρατικού κόμματος), δήλωσε ο Μπλερ, «διαπιστώνω ότι μιλάμε για τα ίδια πράγματα».
  12. Στο τρίτο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόμματος (Party of European Socialists) που συνήλθε στην πόλη Μάλμοε της Σουηδίας (Ιούνιος 1997) ο νεοεκλεγείς Μπλερ εξέφρασε απερίφραστα τις απόψεις του και προέτρεψε τους συνέδρους για αναζωογόνηση της κεντροαριστεράς με νέες ιδέες που συνόψισε στο σύνθημα: «Εκσυγχρονισμός ή θάνατος». Διερωτηθείς εάν «είμαι, ικανοποιημένος με την Ευρώπη;» απάντησε αμέσως: «Ειλικρινά όχι». (6/6/1997). Βλ. επίσης τη Διακήρυξη του Συνεδρίου (Malmoe Declaration, 8/6/1997).
  13. Τον όρο «επισφράγιση» χρησιμοποίησε η διορατική Wall Street Journal (3/6/1997) για να περιγράφει τη στροφή της Ευρώπης προς τα αριστερά, εικάζοντας ότι το «ιταλικό πρότυπο» υπό τον τότε πρωθυπουργό Ρομάνο Πρόντι και το εγχείρημα της «Ελιάς» θα αποτελούσε οδηγό και προοιωνίζοντας τη νίκη Σρέντερ την επόμενη χρονιά στη Γερμανία.
  14. Ακόμη και ο τίτλος της Κοινής Διακήρυξης του Εργατικού Κόμματος και των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών ήταν χαρακτηριστικός. Βλ. Tony Blair and Gerhard Schroder, Europe: The Third Way-die Neue Mitte, Λονδίνο, Labour Party and SPD, 1999.
  15. Βλ. επί παραδείγματι, «Europe’s New Left», The Economist, 12/fy2000.
  16. Βλ. συνέντευξή του στο περιοδικό The Economist.
  17. Βλ. το άρθρο «Europe feels the breeze of Blair’s way» στην εφημερίδα Sunday Times, 7/5/2000.
  18. Βλ. The Economist, 20/5/2000.

III. Αναπόφευκτες επιλογές

  1. Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας (ΚΕΠΠΑ)

Η εποικοδομητική εμπλοκή της Βρετανίας στις υποθέσεις της ΕΕ δεν εκδηλώθηκε μόνο στα θέματα της οικονομικής μεταρρύθμισης αλλά και στα θέματα της ΚΕΠΠΑ, ιδιαίτερα δε στα θέματα της αμυντικής συνεργασίας.

Έχει υποστηριχθεί ότι η γαλλοβρετανική Διάσκεψη Κορυφής στο Σεν Μαλό της Βρετάνης στις 3-4 Δεκεμβρίου 1998, όπου Σιράκ, Ζοσπέν και Μπλερ συμφώνησαν στην ανάπτυξη αυτόνομης αμυντικής ικανότητας32 της ΕΕ, αποτέλεσε μια ακόμη σημαντική στροφή της βρετανικής πολιτικής, λαμβανομένου υπόψη της προτέρας στάσης της. Ο ίδιος ο Μπλερ τη χαρακτήρισε «ιστορική» και τον ίδιο χαρακτηρισμό δεν δίστασαν να υιοθετήσουν αρκετοί αναλυτές.

Αναμφίβολα η συμφωνία αυτή, που άλλωστε είχε βάση τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, προλείανε το έδαφος και επιτάχυνε τις πολιτικές αποφάσεις στην Ένωση για τη δημιουργία διακριτής αμυντικής ταυτότητας, με κατάληξη την Ευρωπαϊκή Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης (European Rapid Reaction Force) που θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ως το 2003 και τις συναφείς πολιτικο-στρατιωτικές θεσμικές ρυθμίσεις. Εύλογα εμφανίζονται και τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι η βρετανική αυτή στροφή ολοκληρώθηκε και υπό το φως της εμπειρίας της κρίσης στο Κοσσυφοπέδιο, όπου πασιφανής ήταν η τεχνολογική και στρατιωτική αδυναμία της ΕΕ για αυτόνομη επέμβαση και η αναγκαστική στήριξη στην αμερικανική στρατιωτική μηχανή. Άλλωστε ο Μπλερ υπήρξε διαπρύσιος κήρυκας της επέμβασης, ένθερμος θιασώτης των χερσαίων επιχειρήσεων και γενικά ο πιο «πολεμοχαρής» δυτικός ηγέτης του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, αν ληφθούν υπόψη οι. έκδηλες ανησυχίες που είχαν εκφραστεί από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού33 για την αυτόνομη αμυντική ικανότητα της ΕΕ και οι μετέπειτα εξελίξεις και χωρίς να χρειάζεται να προσφύγει κανείς σε θεωρίες περί «δοΰρειου ίππου», είναι καθόλα δυνατό να υποστηρίξει ότι η βρετανική παρουσία αποτελεί «εγγύηση» έναντι κάθε «παρεκτροπής» ή διολίσθησης της ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας προς αντινατοϊκούς ατραπούς ή γενικότερα κάποιους προϊούσας αποξένωσης μεταξύ των δύο μηχανισμών. Εν τούτοις, αν πάρουμε υπόψη μας ότι στη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Μάαστριχτ η Βρετανία είχε αναταχθεί στο να τεθεί η (εκλείψασα σήμερα) Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) κάτω από την καθοδήγηση και τον έλεγχο του Συμβουλίου, τότε εύκολα διαπιστώνουμε πόσο δρόμο έχει διανύσει στο θέμα της «κοινής άμυνας».

Και ενώ οι ανωτέρω εκτιμήσεις μπορεί να μην απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, γεγονός είναι ότι μια ρεαλιστική αποτύπωση των σημερινών σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι, επί του παρόντος τουλάχιστον, η συνεργασία και ο συντονισμός των δύο οντοτήτων, ήτοι της Ευρωπαϊκής Δύναμης και του ΝΑΤΟ, που άλλωστε αλληλοκαλύπτονται στην πράξη σε μεγάλο βαθμό από άποψη μελών, αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την ασφάλεια της ίδιας της Ευρώπης. Η αντιπαράθεση δεν θα είχε κανένα νόημα. Όμως, πέρα από την αναγκαία πολιτική βούληση της ΕΕ, προέχει και η αυτονομία της λήψης των αποφάσεων σε πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο, που επί του παρόντος φαίνεται να διασφαλίζουν οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί. Η πολιτική και στρατιωτική συμμετοχή της Βρετανίας στους συλλογικούς μηχανισμούς άμυνας και ασφάλειας της Ευρώπης είναι προς το συμφέρον και της ίδιας της ΕΕ. Παράλληλα βέβαια, η Βρετανία διατηρεί την ευχέρεια διμερούς συνεργασίας με τις ΗΠΑ (όπως π.χ. στην περίπτωση των συνεχιζόμενων βομβαρδισμών κατά του Ιράκ), συντηρώντας την «ειδική σχέση» με τη μοναδική υπερδύναμη.

 Διεύρυνση

Η διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ εγκαινιάστηκε κατά τη διάρκεια της βρετανικής προεδρίας το Μάρτιο του 1998 και ολοκληρώθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (10-11/12/1999), συμπεριλαμβάνοντας και την Τουρκία ως υποψήφια προς ένταξη χώρα.

Η Βρετανία είναι ένθερμη οπαδός της διεύρυνσης. Ο υπουργός Εξωτερικών Ρόμπιν Κουκτη χαρακτήρισε «ιστορική ευκαιρία» (Δουβλίνο, Νοέμβριος 1997) για τη δημιουργία μιας «ευημερούσας και ειρηνικής Ευρώπης». Προβάλλονται γι’ αυτό μια σειρά από πολιτικά και οικονομικά επιχειρήματα με τα οποία ουδείς βεβαίως διαφωνεί. Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι η ένθερμη συνηγορία της Βρετανίας υπέρ της διεύρυνσης δεν είναι τόσο αθώα και ανιδιοτελής, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Η πρόταξη της διεύρυνσης έναντι της εμβάθυνσης συμβαδίζει με τη βρετανική αντίληψη περί Ευρώπης ως μιας Ένωσης ανεξάρτητων κρατών αμοιβαία επωφελούμενων από μια οικονομικής μάλλον φύσεως κοινοπραξία.

Η έλλειψη ενθουσιασμού για τη διεύρυνση σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στη Γερμανία, ήταν αρκετά εμφανής ώστε ήδη να εικάζεται ευλόγως34 ότι τα πρώτα νέα μέλη προς ένταξη θα έπρεπε να περιμένουν ίσως και μέχρι το 2005. Άλλωστε, παρά τις πιέσεις των υπό ένταξη χωρών, η ΕΕ δεν έχει δεσμευθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Έτσι, ο κεραυνός των δηλώσεων του Επιτρόπου Γκίντερ Φερχόιγκεν, υπευθύνου για τη διεύρυνση, σε συνέντευξή του στη βαυαρική εφημερίδα Suddeutsche Zeitung (2/9/2000) πως θα έπρεπε να διεξαχθεί δημοψήφισμα στη Γερμανία επί του θέματος, διότι «ειδικά» εκεί δεν θα έπρεπε να επαναληφθεί «το λάθος που κάναμε με το ευρώ, το οποίο εφαρμόστηκε πίσω από τις πλάτες των κατοικούν» δεν έπεσε και τόσο εν αιθρία. Οι μετέπειτα διορθωτικές δη λούσεις του Σρέντερ και του Φίσερ3“’ δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να επιβεβαιώσουν την έκταση του προβλήματος, ενώ ο βρετανικός Τύπος έσπευσε να επισημάνει ένα ακόμη «σημείο τριβής» στις σχέσεις της Βρετανίας με τη Γερμανία και να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Φερχόιγκεν ως πολιτικό και διπλωματικό δυναμίτη.36 Είναι όμως φανερό ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν είναι η μόνη που εκτιμά ότι το 2005 ή και αργότερα αποτελεί μια πιο ρεαλιστική ημερομηνία για την ένταξη των έτοιμων υποψήφιων μελών, εφόσον είναι αναγκαίο να προηγηθούν οι θεσμικές ρυθμίσεις προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι ενδεχόμενη συμφωνία επί κάποιου χρονοδιαγράμματος για τη διεύρυνση θα συνοδεύεται από αντίστοιχα συγχρονισμένα βήματα στο θεσμικό επίπεδο. Η επιδίωξη της διεύρυνσης σε βάρος της ολοκλήρωσης (integration) με στόχο τη διαιώνιση, εάν όχι την ενίσχυση της χαλαρότητας, με αποτέλεσμα την προσφυγή σε διακυβερνητικές συνεργασίες, δεν μπορεί να είναι εφικτή σε συνθήκες προώθησης της Πολιτικής Ένωσης, μολονότι η Βρετανία δεν είναι άνευ συμμάχων σε αυτή την επιδίωξη.

 Το ευρώ

Λίγους μήνες μετά τη θριαμβευτική νίκη των Εργατικών, ο υπουργός Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν ανακοίνωσε (27/10/1997) την κυβερνητική πολιτική στο θέμα του ευρώ και την κατάρτιση Εθνικού Προγράμματος Μετάβασης (National Changeover Plan). Ο ίδιος ο Μπλερ εξέθεσε στη Βουλή των Κοινοτήτων (23/2/1999) τα κυρία σημεία του Σχεδίου Προγράμματος (Outline Plan), έχοντας στα χέρια του τα πορίσματα της σχετικής Επιτροπής που συνεστήθη για να εξετάσει τα προβλήματα προετοιμασίας και μετάβασης. Επανέλαβε τις 5 «οικονομικές δοκιμασίες» (θετική επίδραση της ένταξης στην απασχόληση, στην οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα, στις επενδύσεις και στο City, επαρκής σύγκλιση των οικονομικών κύκλων, ευελιξία προσαρμογής που πρέπει επιτυχώς να περάσει η Βρετανία ώστε να είναι έτοιμη για ένταξη). Θετική εκτίμηση εκπλήρωσης των όρων από το Θησαυροφυλάκειο, σύσταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο και σχετική απόφαση, θετική ψήφος στη Βουλή και προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία με δημοψήφισμα είναι η αλληλουχία των πολιτικών κινήσεων. Εφόσον η έναρξη των διαδικασιών αυτών τοποθετείται κάπου στις αρχές της επόμενης κυβερνητικής θητείας στην καλύτερη περίπτωση, θα χρειαστούν τρία σχεδόν χρόνια μετά την ενδεχόμενη θετική έκβαση του δημοψηφίσματος για την ένταξη της χώρας στο ευρώ, διότι η στερλίνα θα πρέπει να παραμείνει για δύο χρόνια στο Μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Είναι φανερό ότι, για να παρακαμφθούν οι εσωτερικές πολιτικές δυσκολίες εν καιρώ, ο Μπλερ επέλεξε μια στρατηγική «βλέποντας και κάνοντας», θέλοντας να αφήσει ανοιχτή την επιλογή της ένταξης έναντι των αντίπαλων στάσεων του «ναι, τώρα» ή του «όχι, ποτέ».

Ωστόσο, οι όροι είναι τόσο σύνθετοι ώστε τελικά καμία εκτίμηση δεν μπορεί να είναι κρυστάλλινα σαφής. Το όλο θέμα, δηλαδή το πως, το εάν και το πότε βρίσκεται στα χέρια του Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, φαίνεται να έχει χάσει τον αρχικό του ενθουσιασμό για το ευρώ και έχει υιοθετήσει μια στάση «επιφυλακτικής ουδετερότητας».37 Οι σχέσεις του δε με τον Μπλερ φημολογούνται ότι κάθε άλλο παρά άριστες είναι.38

Ως πιο ένθερμοι οπαδοί του ευρώ εμφανίζονται δημοσίως ο ΥΠΕΞ Ρόμπιν Κουκ, ο υπουργός Βόρειας Ιρλανδίας και αρχιτέκτονας της εκλογικής νίκης των Εργατικών Πίτερ Μάντελσον και ο υπουργός Εμπορίου Στίβεν Μπάιερς.

Το σημαντικό είναι ότι η ένταξη στο ευρώ δεν θεωρείται αναπόφευκτη, αλλά ζήτημα επιλογής, και μάλιστα, εφόσον το ενιαίο νόμισμα αποδειχθεί επιτυχές. Είναι όμως φανερό ότι η ένταξη είναι μια απόφαση πολιτική par excellence, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Γι’ αυτό και δεν έχει καμιά σημασία η διαδικαστική δυνατότητα ένταξης ή αποχώρησης.39 Ο ίδιος ο Μπλερ δέχεται ότι η νομισματική ένωση αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς την ολοκλήρωση, όπου αναπόφευκτα εμπλέκονται κρίσιμα προβλήματα συνταγματικής και πολιτικής υφής. Παραχωρείται σημαντικό κυριαρχικό δικαίωμα.

Το ευρώ έχει βέβαια τους οπαδούς του μέσα στις βρετανικές ελίτ. Οι βιομήχανοι (CBI) τάσσονται υπέρ. Άλλωστε, το 70% της νομοθεσίας που επηρεάζει τις επιχειρήσεις προέρχεται πλέον από τις Βρυξέλλες, ενώ το 60% σχεδόν του βρετανικού εμπορίου διεξάγεται με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Η πλειοψηφία του συνδικαλισμένου εργατικού κινήματος (TUC) τάσσεται υπέρ, προσβλέποντας στη διατήρηση και αύξηση της απασχόλησης και την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ύστερα από την καθίζηση που υπέστη τις τελευταίες δύο δεκαετίες, λόγω της αποβιομηχάνισης στους παραδοσιακούς κλάδους και τη θατσερική πολιτική, το εργατικό κίνημα δείχνει σημάδια ανάκαμψης.40 To City, όπου καθημερινά αλλάζουν χέρια τετρακόσια δισεκατομμύρια δολάρια στην αγορά εξωτερικού συναλλάγματος, είναι άκρως επιφυλακτικό.41 Η οργάνωση Britain in Europe, με εξέχουσες πολιτικές προσωπικότητες, δεν έχει κατάλληλα ενεργοποιηθεί.

Ο συντηρητικός Τύπος είναι ευρωφοβικός, ενώ το συγκρότημα του Μέρντοκ, με επικεφαλής την υστερική λαϊκή ταμπλόιντ Sun, απόλυτα εχθρικό. Οι Sunday Times μάλιστα, χαρακτήρισαν πρόσφατα το ευρώ άρρωστο νόμισμα.42 Η Guardian στηρίζει τη γραμμή Μπράουν, οι Financial Times είναι φιλοευρωπαϊκοί μεν αλλά αδέσμευτοι, ενώ μόνο το συγκρότημα Independent προτρέπει την κυβέρνηση να αφήσει κατά μέρος τους δελφικούς χρησμούς και να υπερασπίσει δημόσια και σαφώς το ευρώ με πολιτικά επιχειρήματα. Το κυριότερο όμως πρόβλημα παραμένει η εχθρική στάση της κοινής γνώμης. Ένα αντιευρωπαϊκό ρεύμα διαπερνά πέρα για πέρα ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, τέμνοντας κομματικές εντάξεις, πολιτικές προτιμήσεις και ιδεολογικές αναφορές. Η στάση αυτή επανειλημμένα και διαχρονικά διαπιστώνεται από διάφορες σφυγμομετρήσεις.43 Ιδιαίτερα για το ευρώ, διαπιστώνεται συστηματική εχθρότητα.44

Τέσσερις παράγοντες, διαφορετικής ασφαλώς βαρύτητας, επιδεινώνουν για την κυβέρνηση μια ήδη βεβαρημένη κατάσταση: α) το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο β) η αβεβαιότητα γύρω από το ευρώ γ) η απόλυτα αρνητική θέση των Συντηρητικών και δ) το δημοψήφισμα στη Δανία.

α) Το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο

Οι απώλειες των Εργατικών στις δημοτικές εκλογές (4/5/2000) και η μετέπειτα εκλογή του Κεν Λίβινγκστον («κόκκινου Κεν») ως Δημάρχου του Λονδίνου από τον πρώτο γύρο μάλιστα απέναντι στον υποψήφιο του κόμματος, έδωσαν τα πρώτα δείγματα πτώσης της δημοτικότητας της κυβέρνησης, που ερμηνεύτηκε, μάλλον επιπόλαια, ως η συνήθης κάμψη που παρατηρείται στο μέσον της θητείας. Η ψευδαίσθηση αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι μετά τη Θερινή ραστώνη, οι Εργατικοί και πάλι βρέθηκαν να προηγούνται των Συντηρητικών κατά 20%.

Οι κινητοποιήσεις των ιδιοκτητών βυτιοφόρων και των επιχειρηματιών αγροτών για την τιμή του πετρελαίου, έχοντας προηγούμενο τις παραχωρήσεις του Ζοσπέν στη Γαλλία, παρέλυσαν σχεδόν τη χώρα και συντάραξαν την κυβέρνηση. Μολονότι ο Μπλερ έδειξε αποφασιστικότητα, και προέβαλε λογικά επιχειρήματα, εν τούτοις οι κακοί χειρισμοί, η παθητική στάση των εταιριών πετρελαίου και κάποια γενικευμένη αίσθηση ότι η κυβέρνηση είναι αλαζονική, απόμακρη και δεν αφουγκράζεται τα αιτήματα του απλού πολίτη, συντέλεσαν μεταξύ άλλων ώστε η κοινή γνώμη να συνταχθεί στη μεγάλη της πλειοψηφία με τους απεργούς και η δημοτικότητα της κυβέρνησης να πέσει κατακόρυφα.44 Το 63% θεώρησε υπεύθυνη την κυβέρνηση για την αλματώδη αύξηση της τιμής του πετρελαίου σε συνθήκες που κατά τα άλλα είχαν όλα τα δείγματα της οικονομικής ευρωστίας και ευημερίας. Η «σχιζοφρενής» στάση της κοινής γνώμης εκδηλώθηκε στο αίτημα για καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες αλλά και χαμηλότερους φόρους.

Οι κινητοποιήσεις αυτές, εμφανώς κατέλαβαν εξ απήνης την κυβέρνηση, ενώ το έλλειμμα αξιοπιστίας πρόβαλε απελπιστικό, εντεινόμενο από την υστερική στάση του δεξιού Τύπου και τη συνεπικουρία των Συντηρητικών. Ο Μπλερ πέρασε τη χειρότερη εβδομάδα (9-15 Σεπτεμβρίου, 2000) στην πολιτική του σταδιοδρομία. Χρειάστηκε δε να επιστρατεύσει όλο του το χάρισμα για να επαναφέρει την ημερήσια πολιτική διάταξη στα θέματα ουσίας με δυναμική εμφάνιση στο Ετήσιο Συνέδριο του κόμματος46 στο Μπράιτον (26/9/2000), ανακτώντας κάπως το χαμένο έδαφος.47

Βεβαίως οι «γαλλικού στυλ» όπως ονομάστηκαν, κινητοποιήσεις για το πετρέλαιο, εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, επιφέροντας πλήρη σύγχυση48 και προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις εκ μέρους των κυβερνήσεων. Οι παραχωρήσεις, επί παραδείγματι, του Ζοσπέν, δεν διέσωσαν τη δημοτικότητά του που έπεσε κατά 16%-20%, αλλά ούτε και η σθεναρή στάση του Μπλερ είχε καλύτερο αποτέλεσμα. Ερωτήματα περί της φύσεως και των προοπτικών τέτοιων κινητοποιήσεων προκύπτουν πάμπολλα, ιδιαίτερα αναφορικά με την πολιτική συμπεριφορά των εχόντων και κατεχόντων μεσαίων τάξεων, έναντι των νέων δυνάμεων της αγοράς, του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και της παγκοσμιοποίησης. Μήπως πρόκειται δηλαδή για μια νέα «επανάσταση κατά των φόρων» σε εμβρυακή μορφή, που δεν αποκλείεται να πάρει μεγάλες διαστάσεις με υποβολέα και υποκινητή τις συντηρητικές δυνάμεις και σε συνδυασμό με υπαρκτά λαϊκά αισθήματα που σχετίζονται με την πολιτιστική και εθνική ταυτότητα και την παραχώρηση κυριαρχίας σε υπερεθνικά όργανα.

Για τον Μπλερ, ο «μεσαίος χώρος» έχει κρίσιμη σημασία, τόσο για την πολιτική του επιβίωση όσο και για τη νίκη στις επόμενες εκλογές.49 Έχοντας ήδη χάσει το αλώβητο, θα πρέπει να παλέψει σκληρά για να φέρει το κόμμα του σε θέση αδιαμφισβήτητης υπεροχής. Οι υπολογισμοί για προσφυγή στις κάλπες τον ερχόμενο Μάιο ή Ιούνιο, ύστερα από ένα γενναιόδωρο προεκλογικό προϋπολογισμό τον Μάρτιο, μπορεί να ανατραπούν με την ελπίδα ότι η μεγάλη αύξηση των δαπανών για τις κοινωνικές υπηρεσίες θα παράγουν απτά πολιτικά οφέλη. Αλλά γι’ αυτά χρειάζεται χρόνος.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα απόλυτης προτεραιότητας της εσωτερικής πολιτικής, ζητήματα γύρω από την Ευρώπη και το ευρώ αναγκαστικά περνούν στο περιθώριο της πολιτικής διαμάχης. Αυτή είναι τουλάχιστον η στρατηγική πρόθεση των Εργατικών. Αλλά δεν είναι οι μόνοι που θα προσδιορίσουν το έδαφος της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.

β) Η αβεβαιότητα γύρω από το ευρώ

Η χαμηλή συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου -χάνοντας πάνω από το 25% της αξίας του- αλλά και του γιεν, από τη γένεσή του (1/1/1999) και η έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών γενικά, δεν βοήθησαν καθόλου τη βρετανική κυβέρνηση να το επικαλεστεί ως κάποιο επιτυχές πείραμα το οποίο έπρεπε επειγόντως να ακολουθήσει. Το γεγονός άλλωστε ότι η βρετανική οικονομία σημειώνει θαυμάσιες επιδόσεις, όντας εκτός της ζώνης του ευρώ, ενισχύει ακόμα το σκεπτικισμό περί την ένταξη.

Βέβαια το ευρώ είναι νέο νόμισμα και θα ήταν παράλογο εάν δεν αντιμετώπιζε προβλήματα. Όλες οι έγκυρες αναλύσεις συμφωνούν ότι η χαμηλή συναλλαγματική ισοτιμία έναντι του αμερικανικού δολαρίου, παρά την υγιή πορεία των οικονομιών της ζώνης και παρά τις προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης που η πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οικονομικού Ταμείου θεωρεί καλύτερες από αυτές της Αμερικής, οφείλεται κυρίως στην εκροή ευρωπαϊκών κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ.50

Από θεωρητική ή πρακτική άποψη, δεν υπάρχει κανένα δέον επίπεδο ισοτιμίας. Οι επτά διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν κατάφεραν να σταματήσουν τη διολίσθηση. Χρειάστηκε η συντονισμένη παρέμβαση των G7 για να συγκρατηθεί η πτώση του νομίσματος σε ανεκτά επίπεδα, έστω βραχυπρόθεσμα.51

Από την άλλη μεριά, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ισχυρή επί του παρόντος στερλίνα ευνοεί τη βρετανική οικονομία, ο δε ενδεχόμενος συνδυασμός χαμηλού ευρώ και υψηλών τιμών πετρελαίου θα μπορούσε να πυροδοτήσει οικονομικό υφεσιακό κύκλο που δεν θα την άφηνε ανεπηρέαστη. Τέλος, η ίδια η στερλίνα αποσυνδέεται στην ουσία από το δολάριο. Από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα έχει χάσει 12% της ισοτιμίας της σε αντίθεση με τη σταθερότητα που παρουσίασε καθόλη τη δεκαετία του ’90.52 Τελικά όμως, η σημερινή κατάσταση του ευρώ παρέχει στους αντιπάλους του στη Βρετανία πρόσθετα πυρομαχικά.

γ) η πολιτική των Συντηρητικών

Ο εσωτερικός διχασμός στα ευρωπαϊκά θέματα θεωρήθηκε από τους βασικούς παράγοντες που στοίχισαν στο διάδοχο της Θάτσερ, το μετριοπαθή Τζον Μέιτζορ, την απώλεια της εξουσίας το 1997. Ο νέος ηγέτης του κόμματος Γουίλιαμ Χέιγκ μετακίνησε το Συντηρητικό κόμμα σε ακραίες θέσεις και κατάφερε να παραμερίσει τα ενοχλητικά, φιλοευρωπαϊκά και προβεβλημένα στοιχεία εντός του κόμματος.

Έτσι, ουδέναν εξέπληξε το γεγονός ότι το αποκληθέν «μίνι-μανιφέστο»53 του κόμματος έχει κέντρο αναφοράς τα ευρωπαϊκά θέματα, με αιχμή το ευρώ. Ουδεμία, φυσικά, συζήτηση περί ένταξης, ούτε περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος. Εθνοκεντρικό, κατά γράμμα και πνεύμα, αρνείται κάθε συμμετοχή στις διαδικασίες περαιτέρω ολοκλήρωσης της Ευρώπης. Παρουσιάζοντας το μανιφέστο, ο Χέιγκ δήλωσε ότι θα θέσει το θέμα της Ευρώπης στο επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας διότι πιστεύει ότι πρέπει να «…σταματήσει η παράδοση του πιο πολύτιμου δικαιώματος μας ως χώρας, τού δικαιώματος να αυτοκυβερνώμαστε» και ότι με πράξεις και παραλείψεις μέσα σε μία δεκαετία ή λιγότερο, η χώρα, το έθνος, η «…Βρετανία, τα δικαιώματα και η ανεξαρτησία για τα οποία οι συμπατριώτες μας αγωνίστηκαν και πέθαναν θα πάψουν να υπάρχουν».54

Η εναλλακτική λύση που προτείνεται για να σταματήσει αυτός ο κατήφορος είναι η Ευρώπη των Εθνών, ένα δίκτυο Ευρώπης.

Η δημοσίευση του «μίνι-μανιφέστου» «συνέπεσε» με την έναρξη της εκστρατείας της ομάδας πίεσης Business for Sterling κατά του ευρώ, με το βασικό σύνθημα «ΝΑΙ στην Ευρώπη, ΟΧΙ στο ευρώ». Η ευρηματική αφίσα της εκστρατείας, στην οποία πρόκειται να δαπανηθούν αρκετά εκατομμύρια στερλίνες, εγκλωβίζει το ευρώ ανάμεσα σε χειροπέδες. Η ομάδα συντονίζεται με την οργάνωση New Europe του Λόρδου Όουεν. Αμφότερες οργανώσεις έχουν στρατολογήσει στις γραμμές τους σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες των δύο μεγάλων κομμάτων. Μπορεί το μέτωπο των ευρωσκεπτικιστών να μην είναι απολύτως αρραγές, αλλά οι αντίθετες φωνές55 δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν την πολιτική των Συντηρητικών.

Η σκληρή πολιτική των Συντηρητικών συνιστά, παρά την προπαγάνδα κατά των «ελίτ» που υποτίθεται ότι οδηγούν τη Βρετανία στον γκρεμνό, κραυγαλέα απομάκρυνση από τις ιστορικές τους σχέσεις με την Ετράπη. Ήταν ο Χηθ που ενέταξε τη Βρετανία στην ΕΟΚ, η Θάτσερ που προχώρησε στην Ενιαία Αγορά και ο Μέιτζορ που προσυπέγραψε τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Η κυνική πτυχή της υπόθεσης υπογραμμίζεται από την ανάγκη εξεύρεσης του θέματος με το οποίο ο Χέιγκ πιστεύει ότι θα εκτοπίσει τους Εργατικούς στην εξουσία. Στην ουσία, οι πάντες γνωρίζουν ότι η όλη μάχη δεν αφορά μόνο το ευρώ. Πρόκειται για πολιτική επιλογή που αφορά το μέλλον της χώρας.56 Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι Εργατικοί είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν μια τέτοια επιλογή.

δ) Το δημοψήφισμα στη Δανία

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στη Δανία για την ένταξη ή όχι της χώρας στο ευρώ (28/9/2000), με σαφή πλειοψηφία 53,1% κατά έναντι 46,9% υπέρ, έφεραν όπως είχε προβλεφθεί, σε ακόμη πιο δύσκολη θέση την κυβέρνηση Μπλερ, που σύμφωνα με το περιεχόμενο εσωκομματικού μνημονίου που είχε προηγουμένως διαρρεύσει στον Τύπο57 ετοιμαζόταν να προβάλει με ενθουσιασμό την ένταξη στο ευρώ.

Η κυβέρνηση, που φάνηκε άριστα προετοιμασμένη για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου αποτελέσματος, επέμενε εμφατικά ότι δεν πρόκειται να αλλάξει την πολιτική της. Πίσω όμως από τη μάσκα των ψύχραιμ<υν δηλώσεων κρύβεται η ανησυχία του κυβερνητικού στρατοπέδου.

Το δανικό «Nej» υποχρεώνει τη φιλοευρωπαϊκή παράταξη να αντλήσει τα αναγκαία πολιτικά διδάγματα.58 59 Γεγονός πάντως είναι ότι οι όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης επί του ευρώ στη Βρετανία αναγκαστικά αλλάζουν. Αναφορικά δε με το βρετανικό δημοψήφισμα, το ερώτημα ενδέχεται να μην είναι πλέον το πότε αλλά το εάν και το γιατί.^ Διότι παρά τις εμφανείς και ποιοτικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, ορισμένα από τα θέματα πάνω στα οποία έδωσαν τη μάχη οι υποστηριχτές του «όχι» στη Δανία βρίσκονται ή θα βρεθούν στο επίκεντρο της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης. Θέματα όπως η «εθνική και πολιτιστική ταυτότητα», το «υπερκράτος», το «δημοκρατικό έλλειμμα», η «απώλεια κυριαρχίας», θέματα δηλαδή κατεξοχήν πολιτικά. Κι αν ακόμη ο Μπλερ θέλει να τα ξεχάσει, να τα παρακάμψει ή να τα παραμερίσει, οι Συντηρητικοί θα είναι πάντα παρόντες για να τα υπενθυμίζουν και να τα φέρουν στο προσκήνιο,60 ανεξάρτητα από την αμφίβολη άλλωστε οικονομική επιχειρηματολογία.

Συνολικά, το δανικό «όχι» στέρησε τους φιλοευρωπαϊστές από ένα σημαντικό επιχείρημα: το ότι η μη ένταξη στο ευρώ θα αφήσει τη χώρα απομονωμένη. Οι αντίπαλοι του ευρώ μπορούν εύκολα να υποστηρίξουν όχι μόνο ότι η Βρετανία μπορεί άνετα να επιβιώσει οικονομικά εκτός ευρώ αλλά και ότι μια σειρά από υγιείς οικονομίες, όπως της Δανίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας, προσφέρουν φιλική συντροφιά. Και πέραν αυτού, ότι η κοινή γνώμη και άλλων κρατών μελών της ΕΕ, όπως η Γερμανία, είναι εχθρική προς το ευρώ ενώ σε άλλες, όπως η Ιρλανδία, τον αρχικό ενθουσιασμό φαίνεται βαθμιαία να αντικαθιστά κάποιος «ήπιος σκεπτικισμός».

Θα ήταν άσκοπο να παρατεθεί όλο το φάσμα των επιχειρημάτων που ανέπτυξε ο βρετανικός Τύπος, εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής, εξαιρουμένου βέβαια του υστερικού. Ψύχραιμες αναλύσεις υπέδειξαν ότι πέρα από τον ψυχολογικό αντίκτυπο, η άρνηση στο ευρώ σημαίνει μείωση επιρροής, απουσία από τα κέντρα αποφάσεων και τελικά αποχή από την πολιτική ολοκλήρωση.61 Δεν είναι έτσι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι την επομένη του δημοψηφίσματος, Παρίσι και Βερολίνο σήμαναν την επιτάχυνση της ολοκλήρωσης και εξέφρασαν τη βεβαιότητα επιτυχούς έκβασης της Διακυβερνητικής στη Νίκαια.

Η φάση αυτή έκλεισε με την ομιλία του Χέιγκ στο φετινό Συνέδριο του κόμματος,62 ζητώντας άμεση προσφυγή στις κάλπες και εμμένοντας cm] γραμμή του για το ευρώ.

Παραμένει η εκτίμηση ότι πέρα από την «ανίερη συμμαχία των άκρων» που εκδηλώνεται παντού εναντίον της περαιτέρω ολοκλήρωσης, εάν όχι εναντίον της ίδιας της ευρωπαϊκής ιδέας, κυρίως δεξιές δυνάμεις εκμεταλλευόμενες τα πολλαπλά ελλείμματα της ΕΕ δείχνουν επικίνδυνη ικανότητα ευαισθητοποίησης και λαϊκίστικής, καιροσκοπικής κινητοποίησης της κοινής γνώμης, κινδυνολογώντας και απλουστεύοντας στο έπακρο σύνθετα θέματα. Παρουσιάζονται ως το τελευταίο οχύρωμα έναντι κάποιας επερχόμενης καταστροφικής λαίλαπας, που διαλύει τα πάντα στην πορεία της.

Μια «αριστερή» ερμηνεία του δανικού «Nej» επισημαίνει όχι μόνο το φόβο για απώλεια κυριαρχίας αλλά και διάβρωση του υψηλού επιπέδου κοινωνικού κράτους που απολαμβάνουν όλες οι σκανδιναβικές χώρες.63

  1. Στη γαλλοβρετανική Διακήρυξη για την Ευρωπαϊκή Άμυνα αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «…η Ένωση πρέπει να έχει αυτόνομη ικανότητα δράσης, βασισμένης σε αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις, τα μέσα και την ετοιμότητα να αντιδρά στις διεθνείς κρίσεις», αλλά επίσης ότι «…η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν της τις διαφορετικές θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών» κι ότι «…θα πρέπει να γίνεται σεβαστή η διαφοροποίηση των στάσεων των κρατών έναντι του ΝΑΤΟ». Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο Μπλερ τόνισε ότι ο ρόλος της Ευρώπης στις διεθνείς υποθέσεις δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τις συμμαχίες, ιδιαίτερα το ΝΑΤΟ. Ας σημειωθεί ότι της γαλλοβρετανικής Διάσκεψης είχε προηγηθεί παρέμβαση του Μπλερ στη Σύνοδο του Πέρτσαχ (25/10/1998) στο θέμα της ευρωπαϊκής άμυνας που είχε εκπλήξει όλους. Βλ. επίσης σχετικό άρθρο του Μπλερ στην International Herald Tribune, 14/11/1998.
  2. Βλ. άρθρο Craig R. Whitney, «Europe’s Mobile Force: An Uncertain factor for U.S. Strategists», στην εφημερίδα International Herald Tribune, 13/12/1999.
  3. Βλ. «The void in Europe», The Economist, 20/5/2000.
  4. Κάθε χώρα αποφασίζει με τις προσπάθειες που καταβάλλει το πότε θα ενταχθεί, είπε ο Σρέντερ, ενώ ο Φίσερ έθεσε ως χρονικό όριο για την ένταξη των πρώτων μελών το 2005 «το αργότερο».
  5. Βλ. «EU enlargement row deepens», The Guardian, 5/9/2000.
  6. Βλ. άρθρο «How Brown got a grip on the Euro», του John Kampfner, στο περιοδικό New Statesman, 25/9/2000.
  7. Βλ. Andrew Rawnsley, Seivant of the People: The Inside Story of New Labour, H. Hamilton, Λονδίνο, Σεπτέμβριος 2000.
  8. Δεν υπάρχει διάταξη στις Συνθήκες που να εμποδίζει την αποχώρηση από το ευρώ, όπως τόνισε ο Πρόντι σε συνέντευξή του στο περιοδικό The Spectator (27/5/2000), προφανώς για να διασκεδάσει φόβους αιώνιας και θανάσιμης εμπλοκής.
  9. Για πρώτη φορά στα τελευταία είκοσι χρόνια, σημειώθηκε αύξηση των μελών κατά 100.000 το 1999 με σύνολο μελών 6,8 εκατομμύρια. Η συνδικαλιστική πυκνότητα παραμένει υψηλή σε παραδοσιακούς τομείς (δημόσιος τομέας, παιδεία, μεταποίηση), ενώ μόλις τώρα καταβάλλονται προσπάθειες οργάνωσης στους τομείς της Νέας Οικονομίας, όπου το εργατικό δυναμικό είναι κυρίως νέας ηλικίας και μη συνδικαλισμένο.
  10. Βλ. «Who wants the euro, and why», The Economist, 2/5/1998.
  11. Βλ. «Europe’s sick currency», The Sunday Times, 24/9/2000.
  12. Η πιο πρόσφατη έρευνα του Eurobarometer (No. 53, 24/7/2000) εμφανίζει μόνο το 25% των Βρετανών να βλέπει την ΕΕ θετικά, μόνο το 25% να πιστεύει ότι η χώρα τους έχει επωφεληθεί από την ένταξη, μόνο το 24% να εμπιστεύεται την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μόνο το 22% να τάσσεται υπέρ του ευρώ.
  13. Τον Αύγουστο του 2000, το 57% ήταν αντίθετο στο ευρώ και μόνο 31% υπέρ, ενώ το 41% έβλεπε ένταξη σε κάποια στιγμή. Για μια διαχρονική ερμηνεία των δημοσκοπικών ευρημάτων της εταιρίας ICM, βλ. David Couling, «That lovely feeling», The Guardian, 13/9/200.

Μια άλλη δημοσκόπηση της εταιρίας MORI στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου έδειξε μόνο το 27% υπέρ με 56% σαφώς κατά! Κι όλα αυτά πριν από το δημοψήφισμα στη Δανία.

  1. Δημοσκόπηση της εταιρίας ΝΟΡ έφερε τα δυο κόμματα στο ίδιο επίπεδο, 37% (The Sunday Times, 17/9/2000), ενώ της MORI για λογαριασμό της εφημερίδας News of the World (17/9/2000) έδειξε τους Τόρις να προηγούνται με 38% έναντι 36% των Εργατικών. Επίσης, δημοσκόπηση της ICM έφερε και πάλι τους Συντηρητικούς να προηγούνται των Εργατικών με 38% έναντι 34% (The Guardian, 19/9/2000). Η δημοτικότητα των Εργατικών έπεσε κατά 10% σε σχέση με τον Αύγουστο και στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1992!
  2. Βλ. The Guardian (27/9/2000) και τη συνέντευξή του στην Independent on Sunday (24/9/2000). Οι Financial Times σε κύριο άρθρο τους (27/9/2000) χαρακτήρισαν την τοποθέτηση Μπλερ ως «πειστική περίπτωση συνδυασμού οικονομίας της αγοράς και κοινωνικής δικαιοσύνης».
  3. Νέα δημοσκόπηση της MORI (The Times, 28/9/2000) έδωσε ελαφρό προβάδισμα στους Εργατικούς με 37% έναντι 35% και υψηλό ποσοστό, 21%, στο τρίτο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών.
  4. Βλ. «Euroshambles», The Economist, 16/9/2000.
  5. Για μια ανάλυση της σημασίας των μεσαίων στρωμάτων στην εκλογική αναμέτρηση, βλ. Peter Kellner, «Could Labour win without Blair?», New Statesman, 25/9/2000.
  6. Η εκροή κεφαλαίων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ ανήλθε σε 190 δισ. ευρώ το 1999, έναντι 50 δισ. αντιστρόφως. Στους πρώτους έξι μήνες του 2000, η εκροή κεφαλαίων από την Ευρωλάνδη προς ΗΠΑ ανήλθε σε 110 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση του ΔΝΤ για τη ζώνη του ευρώ είναι ανάπτυξη της τάξης του 3,4% έναντι 3,2 των ΗΠΑ. Η έκθεση παραθέτει μια σειρά από λόγους για την αδύναμη θέση του ευρώ έναντι του δολαρίου.
  7. Η παρέμβαση εκδηλώθηκε στα 22/9/2000. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε (4/10/2000) ότι δαπανήθηκαν 2,4 δισ. ευρώ προς το σκοπό αυτό. Η Τράπεζα της Αγγλίας δαπάνησε 85 εκ. ευρώ, ήτοι το 0,5% των νομισματικών αποθεμάτων της.
  8. Βλ. «The pound: Decoupling», The Economist, 16/9/2000.
  9. Βλ. The Times, 6/9/2000. Το «μίνι-μανιφέστο», αποτελούμενο από είκοσι εννέα σελίδες, έχει τίτλο «Believing in Britain» (Πιστεύοντας στη Βρετανία). Ας σημειωθεί ότι μόνο το 15% των μελών του κόμματος μπήκαν στον κόπο να ψηφίσουν για την έγκριση του μανιφέστου σε σύγκριση με το 60% το 1998, όταν απερρίφθη η ένταξη στο ευρώ για τη διάρκεια δύο κοινοβουλευτικών θητειών (βλ. The Times, 29/9/2000).
  10. Βλ. The Times, 6/9/2000.
  11. Ο Κένεθ Κλαρκ, υπουργός Οικονομικών επί Μέιτζορ, ήταν δηκτικός και απερίφραστος στο ετήσιο Συνέδριο το κόμματος στο Μπόρνμουθ. Βλ. Financial Times, 4/10/2000. Η ίδια εφημερίδα σε κύριο άρθρο της (4/10/2000) επισημαίνει το λαϊκίστικο οπουρτουνισμό του κόμματος και τα βαθύτερα αντιευρωπαϊκά αισθήματα των αντιπάλων του ευρώ. Σφοδρή

επίθεση κατά των ευρωσκεπτικιστών εξαπέλυσε στο Συνέδριο (4/10/2000) και ο Χέζελτάιν, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επί Θάτσερ.

  1. Σχετικά με τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι πίσω από την εκστρατεία κατά του ευρώ υποκρύπτεται μια άλλη πολιτική ατζέντα, βλ. Hugo Young, «Admit it Lord Owen: No to euro means No to Europe», The Guardian, 5/9/2000.
  2. Βλ. Julian Glover, «The changing euro-climate in Whitehall», άρθρο στην ιστοσελίδα Guardian/Observer, 30/8/2000.
  3. Βλ. The Guardian, 30/9/2000, «It’s still Yes», του Mark Leonard, διευθυντή του Foreign Policy Centre, think-tank του Foreign Office.
  4. Βλ. κύριο άρθρο των Times, «From When to If», 30/9/2000. Βλ. επίσης Martin Wolf, «Blair Suffers the Danish Blues», Financial Times, 4/10/2000.
  5. Βλ. το άρθρο του σκιώδους υπουργού Οικονομικών Michael Portillo στο περιοδικό Spectator, «Nothing to lose but your freedom», 23/9/2000.
  6. Βλ. Peter Norman, «After Denmark», Financial Times, 30/9/2000. Βλ. επίσης «Dilemmas from Denmark», The Economist, 7/10/2000.
  7. Βλ. Daily Telegraph, 6/10/2000.
  8. Βλ. New Statesman, 9/10/2000.

IV Το μέλλον της Ευρώπης

Στο εκλογικό Μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος (1997), το «όραμα» για την Ευρώπη περιγράφεται ως «…συμμαχία ανεξάρτητων κρατών» και εκφράζεται σαφώς η εναντίωση σε ένα «ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό υπερκράτος». Παράλληλα τονίζεται η ανάγκη διατήρησης του δικαιώματος της αρνησικυρίας σε θέματα εθνικού συμφέροντος, φορολογίας, άμυνας και ασφάλειας, μετανάστευσης, προϋπολογισμού και αναθεώρησης των Συνθηκών. Η επίσημη βρετανική πολιτική δεν φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από τις θέσεις αυτές που συμπυκνώνονται στην άποψη ότι η ΕΕ αποτελεί ένωση λαών και κρατών, Ενωμένη Ευρώπη των Πολιτειών κι όχι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.64

Υπό τον Μπλερ όμως, εγκαταλείφθηκε η πολιτική της εχθρικότητας, της αντιπαράθεσης, της αυτοεξαίρεσης και του ρόλου του παρατηρητή των εξελίξεων. Η πολιτική της «εποικοδομητικής εμπλοκής» έχει αποδώσει καρπούς. Ο Μπλερ συνειδητοποίησε ότι η ΕΕ κινείται προς τα εμπρός και χωρίς τη Βρετανία και ότι η μη συμμετοχή είναι επιβλαβής για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας του. Κινείται, παρεμβαίνει, προτείνει, διαπραγματεύεται, διότι δεν επιθυμεί τα πράγματα να διαμορφωθούν ερήμην του.

Στην ομιλία του στο Βέλγιο στις 23/2/2000, ο Μπλερ παρέπεμψε στη στάση της Θάτσερ στη Bruges για να την αντιδιαστείλει με τη δική του, παραδεχόμενος την αμφιρρέπεια, την αδιαφορία και τη διστακτικότητα που χαρακτήρισαν γενικά τη βρετανική στάση έναντι της Ευρώπης στη μεταπολεμική εποχή. Εκεί χαρακτήρισε την ΕΕ «εκπληκτικό επίτευγμα του 20ού αιώνα» και επέμεινε ότι ιστορικά η θέση της Βρετανίας βρισκόταν πάντα στην «καρδιά της Ευρώπης».

Αναφορικά με τις υπό διαπραγμάτευση θεσμικές μεταρρυθμίσεις, τάχθηκε υπέρ μιας «αποτελεσματικής, ισχυρής και ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Επιτροπής» και ρυθμίσεων «κοινής λογικής» που θα εξισορροπούν την επιθυμία κίνησης προς τα εμπρός με την (ανεπιθύμητη) δημιουργία μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων ενόψει της διεύρυνσης και ζήτησε μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ εθνικών κοινοβουλίων και ευρωβουλής.

Στα αμυντικά θέματα τόνισε ότι το ΝΑΤΟ «θα παραμείνει πάντα ακρογωνιαίος λίθος» για την ασφάλεια της Ευρώπης. Σε σχέση με τη Βρετανία, δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερος ως προς το ρόλο της ως διατλαντικής «γέφυρας». «Η Βρετανία», είπε, «έχει ισχυρούς δεσμούς με την Αμερική και θα εξακολουθήσει να έχει. Αλλά η Αμερική θέλει η Βρετανία να αποτελεί ισχυρό σύμμαχο μέσα σε μια ισχυρή Ευρώπη. Όσο ισχυρότεροι είμαστε στην Ευρώπη, τόσο ισχυρότερη είναι η σχέση μας με την Αμερική». Το ρόλο αυτόν της «γέφυρας» επιβεβαίωσε πρόσφατα ο ΥΠΕΞ Ρόμπιν Κουκ χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα «μοναδικό και επίζηλο».65 Εξάλλου, η Βρετανία στην ουσία δεν επιθυμεί την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρά μόνο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της (το έργο έχει αναλάβει ο Βρετανός αντιπρόεδρος της Επιτροπής Νιλ Κίνοκ) για να αποσείσει κάθε υποψία περί δημιουργίας «υπερκράτους», αλλά ούτε και την ενίσχυση των εξουσιών και τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Ευρωκοινοβουλίου για τους ίδιους λόγους. Γι’ αυτό προτείνει τη δημιουργία «δεύτερης Βουλής» (Γερουσίας) με εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων. Κι ασφαλώς δεν επιθυμεί άλλη διακυβερνητική συνταγματική διάσκεψη οιασδήποτε μορφής μετά την ολοκλήρωση της διακυβερνητικής στη Νίκαια τον Δεκέμβριο, ώστε να θέσει κάποιο φραγμό στις διαδικασίες ολοκλήρωσης και να προωθήσει τη διεύρυνση με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.

Γι’ αυτό και ο Μπλερ επέλεξε, όχι τυχαία, τη Βαρσοβία, πριν από την έκτακτη Σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Μπιαρίτζ (13-14/10) για να εκθέσει το δικό του «πρακτικό όραμα» για την Ευρώπη, παρεμβαίνο- ντας στη συζήτηση που άνοιξε ο Γερμανός ΥΠΕΞ Γιόσκα Φίσερ περί ομοσπονδιακής Ευρώπης.66

Τόσο οι απόψεις Φίσερ67 περί ομοσπονδιοποίησης όσο και η μετέπειτα παρέμβαση του Γάλλου προέδρου Σιράκ που ακολούθησε με την ομιλία του στη Μπούντεσταγκ (πρωτοποριακός πυρήνας, ευελιξία, διασκέδαση φόβων για δημιουργία υπερκράτους και απειλής κατά έθνους κράτους κ.λπ.) αλλά και στη Δρέσδη (03/10/2000) έγιναν δεκτές στη Βρετανία με απροκάλυπτα αισθήματα καχυποψίας και με κάποια δόση ειρωνείας για τα μεγαλόπνοα σχέδια που δεν κατάφεραν όμως να αποκρύψουν τη νευρικότητα και την ενόχληση για τις νέες πρωτοβουλίες του γαλλογερμανικού άξονα.

Το έδαφος για την ομιλία του Μπλερ στη Βαρσοβία (6/2/2000) προλείαναν προδημοσιεύσεις68 του περιεχομένου της, που μάλιστα χαρακτήριζαν την παρέμβαση ιστορικής σημασίας.

Πράγματι, επρόκειτο για τη σημαντικότερη ίσως ομιλία που εκφώνησε ποτέ ο Μπλερ για την Ευρώπη. Αναφέρθηκε69 μάλιστα ότι το περιεχόμενό της συζήτησε εκ των προτέρων με τον Πρόντι, με το Σουηδό πρωθυπουργό Πέρσον και τον Ιταλό Αμάτο, πράγμα κατανοητό αν ληφθεί υπόψη ότι πρόσφατα ο Πρόντι70 στο Ευρωκοινοβούλιο (3/10/2000) επέκρινε τις θέσεις των μεγάλων κρατούν και ιδιαίτερα της Γαλλίας, ότι ο Αμάτο μπορεί να είναι σύμμαχός του σε κρίσιμα θέματα, η δε Σουηδία, που αναλαμβάνει την προεδρία του Συμβουλίου για το Α’ εξάμηνο του 2001, επιδιώκει τον καθορισμό συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος για την είσοδο νέων μελοόν.71 Ζητώντας τη δέσμευση της ΕΕ για την είσοδο νέων μελών μετά την ολοκλήρωση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης στη Νίκαια και τη συμμετοχή τους στις ευρωεκλογές του 2004, ο Μπλερ υπολογίζει ότι εάν δεν μπορέσει να αποτρέψει νέα διακυβερνητική διάσκεψη ευθύς αμέσους που θα καταπιαστεί με τις «μεγαλόπνοες ιδέες» για το μέλλον της Ευρώπης (ομοσπονδιοποίηση κ.λπ.), θα έχει τουλάχιστον διασφαλίσει τη συμμετοχή νέων μελών στις εργασίες της και κατά συνέπεια νέους συμμάχους, ώστε να περιορίσει κατά το δυνατόν την εμβέλεια και την έκτασή της. Γι’ αυτό και το σχετικό απόσπασμα της ομιλίας του αναφέρει ότι «…η πιο σημαντική πρόκληση για την Ευρώπη είναι να συνειδητοποιήσει τη νέα πραγματικότητα που συνίσταται στην ταυτόχρονη εμβάθυνση και διεύρυνσή της…».

Απεικόνισε την Ευρώπη ως Ένωση «…ανεξαρτήτων, κυρίαρχων κρατών» και ως μοναδικό συνδυασμό διακυβερνητικών και υπερεθνικών θεσμών», δήλωσε ότι η συζήτηση για το Σύνταγμα της Ευρώπης δεν πρέπει αναγκαστικά να καταλήξει σε ένα ενιαίο νομικά δεσμευτικό κείμενο (υπαινισσόμενος προφανώς τη βρετανική θέση ότι ο υπό διαπραγμάτευση Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που θεωρείται πρόπλασμα ευρωπαϊκού συντάγματος, πρέπει να έχει το χαρακτήρα πολιτικής διακήρυξης και όχι νομικά δεσμευτικού κειμένου), δέχτηκε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι δυνατές ριζικές αλλαγές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δεν έφερε αντίρρηση στη μεγαλύτερη ευελιξία ή στην ενισχυμένη συνεργασία υπό τον όρο ότι δεν θα οδηγήσει σε κάποιο σκληρό πυρήνα και ότι η πόρτα θα μείνει ανοιχτή για όλους στο μέλλον.

Στην ουσία η προσέγγισή του ήταν διακυβερνητική κι όχι υπερεθνική και σε αυτό απέβλεπαν οι προτάσεις του, τόσο για το ετήσιο πολιτικό πρόγραμμα που πρέπει να καθορίζει το Συμβούλιο, όσο και για τη δημιουργία δεύτερης Βουλής, αποτελούμενης από αντιπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων. Άλλωστε, υποστήριξε ότι τα «πολιτικά θεμέλια της ΕΕ είναι ριζωμένα στο δημοκρατικό κράτος-έθνος». Στη βάση αυτή προβάλλεται η «συλλογική ισχύς της Ευρώπης», η Ευρώπη ως υπερδύναμη, όχι ως υπερκράτος. Εξ ου και οι αναφορές του στον Ντε Γκώλ!72

Η Βρετανία βασίμως υπολογίζει ότι το υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα των υπερεθνικών ευρωπαϊκών θεσμών, ο εμφανής και υφέρπων ευρωσκεπτικισμός σε πολλά κράτη μέλη, καθώς και οι αποκλίνουσες σταθμίσεις του εθνικού συμφέροντος, θα συγκλίνουν τελικά στην υιοθέτηση μιας πιο ρεαλιστικής στάσης στη διαμόρφωση των νέων θεσμικών ρυθμίσεων έναντι της «ευρωρητορείας» των Σιράκ και Σρέντερ73 και θα της επιτρέψουν να διαδραματίσει τον ηγετικό, ιστορικό ρόλο που φιλοδοξεί. Μεταξύ οράματος και αναγκαιότητος εδρεύει πάντα ο πραγματισμός. Το τίμημα που φαίνεται διατεθειμένη να καταβάλλει, εφ’ όσον δεν μπορεί να αποτρέψει ολοσχερώς την κίνηση προς περισσότερη ολοκλήρωση, συνίσταται στην υπό όρους αποδοχή μεγαλύτερης ευελιξίας, προσεγγίζοντας έτσι τις θέσεις της Γαλλίας. Μολονότι αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο οδηγεί σε μια «πολυσυστημική Ευρώπη» έστω και στο απώτερο μέλλον, εντούτοις φαίνεται να κρίνει ότι μια τέτοια λύση εξυπηρετεί επί του παρόντος τα συμφέροντά της εφόσον της παρέχει ευχέρεια επιλογών, πράγμα που επίσης φαίνεται να συμβαδίζει με τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες της κυβέρνησης Μπλερ. Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά και σημαντικά σημεία της ομιλίας του στη Βαρσοβία έγιναν ευμενώς δεκτά από τους αντιπάλους του ευρώ.74

  1. Βλ. την ιστοσελίδα www.fco.gov.uk του βρετανικού ΥΠΕΞ (Foreign and Commonwealth Office).
  2. Βλ. το άρθρο του «The Danish Referendum changes nothing» στην Independent, 30/9/2000.
  3. Βλ. The Economist, «What Kind of Europe? A French Lesson», 1/7/2000 και «The Void in Europe: Joschka Fisher’s Germany’s Flighty Foreign Minister», 20/5/2000.
  4. Ο Φίσερ εξέθεσε τις «προσωπικές» του απόψεις στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12/5/2000). Ο ίδιος ο καγκελάριος Σρέντερ στις προγραμματικές του δηλώσεις (10/11/1998) στη Μπούντενσταγκ (Βόννη) είχε υποστηρίξει ότι μια ομοσπονδιακή Ευρώπη «…αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την πρόοδο».
  5. Βλ. μεταξύ άλλων άρθρο με τίτλο «Blair’s bid for a place in history is set for Warsaw» στην Guardian (28/9/2000), σημείωμα στον Economist (30/9/2000) με τίτλο «Blair’s vision» και άρθρο του Philip Stephens, «Mr Blair goes to Warsaw», Financial Times (6/10/2000). Έγιναν γνωστά ακόμη και τα ονόματα εκείνων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του κείμενου της ομιλίας!
  1. Βλ. Financial Times, 7/10/2000.
  2. Στη σημαντική πολιτική του ομιλία ο Πρόντι εξέφρασε, μεταξύ άλλων, σαφώς τις ανησυχίες του για τις τάσεις ενίσχυσης της διακυβερνητικής συνεργασίας έναντι ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
  3. Η Σουηδή υπουργός Εξωτερικών Άννα Πιντ δήλωσε (25/9/2000) ότι την 1η Ιανουάριου 2003, η ΕΕ θα πρέπει να είναι έτοιμη για τις πρώτες νέες προσχωρήσεις.
  4. Ως προσέγγιση προς μια Ευρώπη των Πατρίδων χαρακτηρίστηκε, όχι αδίκως, η ομιλία του Μπλερ, βλ. κύριο άρθρο της Guardian, «Europe des patries», 7/10/2000.
  5. Βλ. The Economist, «It is time to agree to differ», 7/10/2000.
  6. Βλ. τοποθετήσεις του Λόρδου Όουεν, The Independent, 11/10/2000.
  1. Στο Καζίνο του Μπιαρίτζ

Η έκτακτη Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Μπιαρίτζ (13- 14/10/2000) έδειξε ότι οι γραμμές των συμβιβασμών για την αναθεώρηση της Συνθήκης έχουν ήδη χαραχθεί, μολονότι κρίσιμα θέματα όπως το μέγεθος και η σύνθεση της Επιτροπής και ορισμένοι τομείς επέκτασης της ειδικής πλειοψηφίας (Qualified Majority Vote) μένουν ανοιχτά για την τελική διαπραγμάτευση στο Συμβούλιο της Νίκαιας το Δεκέμβριο. Ο επείγον χαρακτήρας των αλλαγών που απαιτούνται, τουλάχιστον ως προς την αποτελεσματική λειτουργία

τον θεσμών της ΕΕ ενισχύει την πεποίθηση ότι η σύντομη αυτή Διακυβερνητική Διάσκεψη75 θα ολοκληρωθεί στη Νίκαια.

Ο Μπλερ εμφανίστηκε διατεθειμένος76 να «θυσιάσει» τον έναν εκ των δύο επιτρόπων, με αντάλλαγμα (quid pro quo) την αναστάθμιση των ψήφων της χώρας του στο Συμβούλιο και δέχτηκε την αρχή της ευελιξίας υπό όρους που σχετίζονται με την ύπαρξη αποτελεσματικών «φρένων» (emergency brakes), ώστε να αποτραπεί η δημιουργία δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων, πρωτοποριακής ομάδας ή σκληρού πυρήνα. Στο κρίσιμο θέμα της επέκτασης της ειδικής πλειοψηφίας, της κατάργησης δηλαδή του δικαιώματος της αρνησικυρίας (veto) σε ορισμένους επιπλέον τομείς, φάνηκε καθαρά ότι η Βρετανία δεν μπορεί να παραιτηθεί του δικαιώματος σε «ευαίσθητους τομείς» όπως της κοινωνικής ασφάλισης, της άμυνας και της αναθεώρησης της Συνθήκης, ιδιαίτερα δε τη φορολογίας.77 Αναφορικά δε με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Charter of Fundamental Rights),78 οι διατάξεις του οποίου είχαν ήδη διαμορφωθεί έτσι ώστε να άρουν τις βρετανικές αντιρρήσεις,79 είναι απολύτως βέβαιο ότι θα αποτελέσει πολιτική διακήρυξη κι όχι νομικά δεσμευτικό κείμενο ενσωματωμένο στη Συνθήκη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, εφόσον, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Σιράκ, το Θέμα θα κληθεί να επανεξετάσει η Σουηδία που παραλαμβάνει τη σκυτάλη της Προεδρίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι σε όλα τα ανωτέρω θέματα η Βρετανία δεν βρέθηκε άνευ συμμάχων. Όλα αυτά δεν εμπόδισαν το συντηρητικό Τύπο80 να ισχυριστεί ότι ο Μπλερ έκανε απαράδεκτες υποχωρήσεις στο βέτο, ότι η Βρετανία μένει στην «αργή λωρίδα» με τη δημιουργία πολλών ταχυτήτων, ότι η Χάρτα αποτελεί μέρος της διαδικασίας για ομοσπονδιοποίηση, δημιουργία υπερκράτους και τα συναφή. Οι Times μάλιστα προειδοποίησαν τον Μπλερ να μην υποτιμήσει το πόσο αντιδημοφιλής είναι η Ευρώπη σήμερα στη χώρα και να μη θεωρήσει τη Νίκαια ως μια «τεχνική υπόθεση».81

Τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή ασφαλώς επίσκιασαν τη Σύνοδο του Μπιαρίτζ για την οποία τα βρετανικά ΜΜΕ μικρό ενδιαφέρον έδειξαν, αν και ο φιλοευρωπαϊκός Τύπος, παρά την απογοήτευση που εξέφρασε, ίσως πρόωρα, για τις σοβαρές εκκρεμότητες που παρέμειναν για τη Νίκαια, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι η Ευρώπη δεν είναι απλώς μια οικονομική Ένωση αλλά αποτελεί εγγύηση για την ειρήνη, όπως έδειξε η ένταξη της Σερβίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια με την υποδοχή που επιφυλάχτηκε στο νέο πρόεδρο της χώρας Κοστούνιτσα.82

Από την άλλη μεριά, οι Συντηρητικοί δεν πρόκειται να αφήσουν τον Μπλερ σε χλωρό κλαρί, ιδιαίτερα στο θέμα της Ευρώπης. Οι επιθέσεις θα ενταθούν. Αν και οι Εργατικοί φαίνεται κάπως να ανακάμπτουν σε δημοτικότητα,83 τίποτε δεν έχει ακόμη κριθεί. Η μάχη θα είναι σκληρή και αδυσώπητη. Οι περιοδείες των δύο πολιτικών ηγετών που άρχισαν στη χώρα εκλαμβάνονται ως προοίμιο μιας παρατεταμένης προεκλογικής εκστρατείας με την υπόθεση ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν το Μάιο του 2001 ή το αργότερο το φθινόπωρο του ίδιου έτους.

  1. Η έναρξη των εργασιών της Διακυβερνητικής Διάσκεψης (Intergovernmental Conference) έγινε στις 14/2/2000 μετά τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου του Ελσίνκι, Είχε προηγηθεί η έκθεση «Θεσμικές Συνέπειες της Διεύρυνσης» (18/10/1999) των «τριών σοφών» (του πρώην πρωθυπουργού του Βελγίου Jean Luc Dehaene, του πρώην προέδρου της Ομοσπονδιακής Γερμανίας Richard von Weizsaker και του Βρετανού David Simon, πρώην υπουργού και πρώην προέδρου της British Petroleum).
  2. Βλ. The Independent, 14/10/2000 και The Independent on Sunday, 15/10/2000.
  3. Βλ. The Guardian, 14/10/2000.
  4. Ο Χάρτης συντάχτηκε από 62 αντιπροσώπους των κυβερνήσεων και της Ευρωβουλής, με πρόεδρο τον πρώην πρόεδρο της Γερμανίας Dr Roman Herzog.
  5. Βλ. Financial Times, 27/9/2000. To τελικό σχέδιο ολοκληρώθηκε στις 28/9/2000. Η Συνομοσπονδία της Βρετανικής Βιομηχανίας (CBI) εξέφρασε την ικανοποίησή της.
  6. Βλ. The Daily Telegraph, 14/10/2000.
  7. Βλ. το κύριο άρθρο της Rocky Road to Nice, 16/10/2000. Υποστηρίζεται ότι ακόμη και η πιο επιτυχής διαπραγματευτική στρατηγική του Μπλερ θα αφήσει πολλά πολιτικά πυρομαχικά στα χέρια των Συντηρητικών.
  8. Βλ. The Independent, 16/10/2000 και κύριο άρθρο της με τίτλο «EU leaders have failed to make the difficult choices».
  9. Δημοσκόπηση της NOP στους Sunday Times έφερε το Εργατικό κόμμα να προηγείται του Συντηρητικού κατά 7% (42% έναντι 35%, ενώ έτερη στη Mail on Sunday (15/10/2000) μόνο κατά 2% (40% έναντι 38%).

 Επιμύθιο

Η λογική της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης και η εμφανής εχθρότητα της κοινής γνώμης έναντι της Ευρώπης υποχρεώνουν τον Μπλερ, ακόμη κι αν του αναγνωριστούν ανεπιφύλακτα οι καλύτερες των προθέσεων, στην επιδίωξη μιας μινιμαλιστικής Ευρώπης. Ο Μπλερ θα πρέπει να φύγει από τη Νίκαια όντας σε θέση να υποστηρίξει ότι δεν «ξεπούλησε» τα βρετανικά συμφέροντα και ότι παρέμεινε ηγετική δύναμη ως εταίρος της ΕΕ. Είναι όμως σαφές ότι οιαδήποτε επίδειξη άριστης υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος δεν πρόκειται να μεταστρέψει την κοινή γνώμη, ιδιαίτερα εάν η κυβέρνηση δεν δείξει διατεθειμένη να υπερασπιστεί πολιτικά το ευρωπαϊκό της πρόταγμα κατά τρόπο δυναμικό και πειστικό.

Διότι στην ουσία καμία νομική ασφαλιστική δικλίδα δεν πρόκειται τελικά να εμποδίσει στην προώθηση «ενισχυμένης συνεργασίας» σε ανεπιθύμητους τομείς εάν υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση των μεγάλων κρατών. Ούτε ο Μπλερ μπορεί να σταματήσει την ατμομηχανή του γαλλογερμανικού άξονα. Τυπικώς, βέβαια, μπορεί κανείς να πηδήξει στο κινούμενο τρένο ανά πάσα στιγμή, αλλά στην πράξη ασθμαίνοντας ή βραδυπορώντας σημαντικά, δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να το προλάβει. Μια ΕΕ δυο ή περισσότερων ταχυτήτων, στην ουσία δηλαδή a la carte, όσο κι αν επισήμως προβάλλεται ως ανεπιθύμητη από την Εργατική κυβέρνηση, λογικά δεν αντιστρατευεται στις επιδιώξεις της στην παρούσα πολιτική συγκυρία. Διότι προσφέρει περισσότερες δυνατότητες διακυβερνητικής συνεργασίας.

Γενικότερα, βέβαια, εναπόκειται στον ίδιο το βρετανικό λαό να επιλέξει την πορεία του στην Ευρώπη. Δεν είναι ο μόνος που πρέπει να παραχωρήσει «κυριαρχία», να υπερπηδήσει πολιτιστικά εμπόδια, να καταπολεμήσει ιστορικά διαμορφωμένες φοβίες και νευρώσεις, να κατεδαφίσει προκαταλήψεις. Επί του παρόντος όμως δεν φαίνεται διατεθειμένος να διερευνήσει βαθύτερα τα ζητήματα αυτά, περιοριζόμενος μάλλον στην ασφαλή μήτρα του παραδοσιακού νησιωτικού απομονωτισμού.

Γι’ αυτό και ο ρόλος της χώρας ως γέφυρας θα παραμείνει ως η μόνη δυνατή διέξοδος υποδηλώνοντας παραστατικά την αμφιρρέπεια και αμφιθυμία της χώρας έναντι της Ευρώπης.

Ο Βασίλης Καπετανγιάννης είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών τον Πανεπιστημίου τον Λονδίνου


Από το Άμστερνταμ στη Νίκαια

Συλλογικό έργο, κ.ά., Σωτηρέλης, Γιώργος Χ., Fischer, Joschka, Ροζάκης, Χρήστος Λ., Κουλουμπής, Θεόδωρος Α., Ιωακειμίδης, Παναγιώτης Κ., Χριστοδουλάκης, Νίκος Μ., 1952-, Παπαγιαννίδης, Αντώνης Δ., Πεσμαζόγλου, Βασίλης Ι., 1952-, Μαραβέγιας, Ναπολέων Ν., Κοτζιάς, Νίκος, Αλογοσκούφης, Γιώργος, Βενιζέλος, Ευάγγελος, Ντάλης, Σωτήρης, Τσάτσος, Δημήτρης Θ., 1933-2010, Παπαχελάς, Αλέξης, Περράκης, Στέλιος Ε., Βαληνάκης, Γιάννης Γ., Καπετανγιάννης, Βασίλης, Παπαγιαννάκης, Μιχάλης, 1941-2009, Τσούκαλης, Λουκάς, 1950-, Blair, Tony, Αφεντούλη, Ινώ, Παυλόπουλος, Προκόπης Β., 1950-, Καραμανλής, Κώστας Α., 1956-, Βαλντέν, Σωτήρης, Delors, Jacques, 1925-, Πάγκαλος, Θεόδωρος, 1938-, Σημίτης, Κωνσταντίνος Γ., 1936-, Χατζηδάκης, Κωστής Ι., 1965-, Aznar, Jose – Maria, Παπανδρέου, Γιώργος Α., 1952-, Κωνσταντόπουλος, Νίκος, 1942-, πολιτικός, Solana, Javier, Κουλουριάνος, Δημήτρης, Genscher, Hans-Dietrich, Μορώνης, Μιχάλης, Κατηφόρης, Γιώργος, 1935-, Chirac, Jacques, Παπαζώη, Ελισάβετ, Prodi, Romano, Μάνος, Στέφανος, 1939-, Μπακογιάννη, Ντόρα, 1954-, Δαμανάκη, Μαρία, 1952-, Καζάκος, Πάνος Β., 1941-, Διαμαντοπούλου, Άννα, 1959-

Κριτική

ISBN13 9789602182222