Είναι το πολιτικό μας σύστημα «αν-ισόρροπο»;
Ι. Δικομματισμός και κομματική Πολυπολικότητα
Στις εθνικές εκλογές στις 21 Μαΐου 2023, ο Π/Θ Κυριάκος Μητσοτάκης εξουδετέρωσε την παγίδα της απλής αναλογικής. Κατέκτησε το 40,77% της ψήφου, όχι όμως και την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία (146 έδρες). Η χώρα απέφυγε την περιπέτεια μιας «κυβέρνησης ηττημένων» υπό τον κ. Τσίπρα και τις άλλες «προοδευτικές δυνάμεις». Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Ανδρουλάκης είχε σπεύσει εκ προοιμίου να απορρίψει ενδεχόμενη συμμετοχή του κυβέρνηση συνασπισμού με τη ΝΔ, την οποία ήθελε να αποφύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι. Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη συντριβή, καθώς από το 31.53% του 2019 κατολίσθησε στο 20,07%. Πανωλεθρία
Έτσι, η χώρα οδηγήθηκε σε δεύτερες εκλογές στις 25 Ιουνίου με το εκλογικό σύστημα που είχε επιλέξει και ψηφίσει η ΝΔ, ήτοι του κλιμακωτού bonus εδρών για το πρώτο κόμμα το οποίο διευκολύνεται έτσι να έχει τον πρώτο λόγο στον σχηματισμό κυβέρνησης. Δε χρειάστηκε. Η ΝΔ κέρδισε το 40,56% της ψήφου και εξασφάλισε αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 158 έδρες. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε στο 17,83%, ενώ ελαφρά άνοδο σημείωσε το ΠΑΣΟΚ, στο 11,84%. Ακολούθησε η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, η παραίτηση του αρχηγού της, η άλωση του κόμματος από κάποιον άγνωστο, εξ Αμερικής ορμώμενο, τον κ. Κασσελάκη μέσα σε ένα μήνα, η διάσπαση κι αργότερα η δημιουργία της Νέας Αριστεράς.
Διαπιστώθηκε πλέον στην πράξη η εκλογική κυριαρχία της ΝΔ, με ποσοστό μάλιστα μεγαλύτερο από αυτό του 2019 (39,85%), έκβαση μάλλον ασυνήθιστη μετά από 4 σχεδόν χρόνια διακυβέρνησης και εν μέσω αλλεπάλληλων σοβαρών κρίσεων (πανδημία κορωνοϊού, πολύπλευρη πίεση της Τουρκίας στον Έβρο με τους δυστυχείς μετανάστες, έντονη στρατιωτική πίεση στο Αιγαίο, φυσικές καταστροφές, τραγωδία των Τεμπών κ.τ.λ.). Ήταν πλέον φανερό ότι το πολιτικό-κομματικό σύστημα έπαψε να είναι δικομματικό. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ορισμένες αναλύσεις και πολιτικές τοποθετήσεις που δε συζητήθηκαν με τη δέουσα προσοχή.
Κατ’ αρχάς χρησιμοποιήθηκε ο όρος «ασυμμετρία», που ενέχει την έννοια της «δυσαναλογίας» μεταξύ του πρώτου και κυρίαρχου κόμματος και των υπολοίπων, της αξιωματικής κυρίως αντιπολίτευσης σε απόσταση 24 μονάδων και της ήσσονος έτι περισσότερο. Κι αυτό θεωρήθηκε σαν κάποια «ανωμαλία» του πολιτικού-κομματικού συστήματος για λόγους κυρίως ιδεολογικούς και πολιτικούς, «αντιδεξιού συνδρόμου». Δεν υπήρχε πλέον το «αντίπαλο δέος» απέναντι στη ΝΔ κι αυτό ήταν εξ ορισμού «κακό». Άρχισαν να χύνονται πολλά κροκοδείλια δάκρυα για τον χαμένο δικομματισμό και την απουσία «δεύτερου πόλου».
Κατόπιν, πάλι για τους ίδιους λόγους, άρχισε όλο και πιο συχνά να χρησιμοποιείται ο όρος «ανισορροπία» του συστήματος στο πλαίσιο της ίδιας δικομματικής, διπολικής προβληματικής και παραδοχής. Καθώς οι πρόσφατες Ευρωεκλογές (9 Ιουνίου) δεν εκθρόνισαν το κυβερνών κόμμα της ΝΔ από την κυρίαρχη θέση του, μολονότι η απόσταση από το δεύτερο κόμμα μειώθηκε στις 13 μονάδες, η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και η «ανισορροπία» αναγορεύτηκε σε μέγιστη αρχή πολιτικής ανάλυσης. Συναφώς, η δημιουργία «δεύτερου πόλου» απέκτησε επείγοντα χαρακτήρα προσλαμβάνοντας εναγώνιες διαστάσεις ανασύστασης μιας φαντασιακής «Κεντροαριστεράς» υπό τη μορφή συνεργασίας, ανασύνθεσης, όσμωσης, «ενότητας» και τις άλλες συναφείς αποχρώσεις πολιτικής σκοπιμότητας των δυο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, στα κόμματα αυτά η κρίση σοβεί, η ηγεσία τους αμφισβητείται, ενώ ο κ. Τσίπρας δε χάνει ευκαιρία μέσω δημοσκοπήσεων ή άλλων γεγονότων (π.χ. εκλογές στη Γαλλία) να εμφανίζεται ως ο νέος μνηστήρας μιας ανύπαρκτης μεν κατά φαντασία δε δυνητικά ενωμένης «προοδευτικής παράταξης».
«Η συγκρότηση ενός νέου πόλου στο πολιτικό τόξο, ως μέρος ενός ανασυντασσόμενου δικομματισμού, είναι μια εξόχως σοβαρή υπόθεση» και «έσχατη ευκαιρία για την ανασυγκρότηση», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε κύριο άρθρο εφημερίδας, ναυαρχίδας στην προώθηση του «δεύτερου πόλου» (Τα ΝΕΑ, 25/6/2024). Ειπώθηκε μάλιστα και το απολύτως απαράδεκτο και άκρως αντιδημοκρατικό ότι πρόκειται περί «δημοκρατικής ανισορροπίας»!!!
Τους πολιτικούς συσχετισμούς, τους διάφορους πόλους, μεγάλους ή μικρούς, όμως, τους διαμορφώνει και νομιμοποιεί η ψήφος των πολιτών κι όχι οι ασκήσεις επί χάρτου ή κάποιες επιθυμίες…. Έτσι λειτουργούν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Γιατί έχει διαταραχτεί η «δημοκρατική ισορροπία»; επειδή κυβερνά η ΝΔ; δεν είναι δημοκρατικό κόμμα; δεν ανήκει στο δημοκρατικό τόξο; δεν είναι νομιμοποιημένη η διακυβέρνησή της με την ψήφο των πολιτών; ή επειδή δεν κυβερνά η «προοδευτική παράταξη» το σύστημα έχασε την ισορροπία του; Για όσους έχουν βραχεία πολιτική μνήμη ας υπενθυμίσουμε τις εκλογές του 1974, όταν η ΝΔ έλαβε 54,37%, η Ένωση Κέντρου 20% και το ΠΑΣΟΚ 13,58%, το οποίο μετά από λίγα χρόνια κέρδισε τις εκλογές του 1981 και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το άθροισμα των ποσοστών του δεύτερου και τρίτου κόμματος απείχε 20 ολόκληρες μονάδες από το πρώτο. Υπήρξε, άραγε, και τότε κάποια «δημοκρατική ανισορροπία»; Εμπόδισε η συντριπτική αρχικά κυριαρχία της ΝΔ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή την ομαλή εξέλιξη του πολιτικού-κομματικού συστήματος; Κάθε άλλο.
Τι είναι αυτό που τελικά κάνει ένα πολιτικό-κομματικό σύστημα να βρίσκεται σε ισορροπία; ο δικομματισμός; Οι δύο πόλοι; Πρόκειται για αστείο ισχυρισμό.
Ούτε ο ισχύων εκλογικός νόμος αποτελεί εμπόδιο για τη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών. Ούτε ο διαβόητος εκλογικός νόμος του bonus των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα εμπόδισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα κομμουνιστογενές κόμμα του 5%, να ανέλθει δις στην εξουσία το 2015.Το αντίθετο, επωφελήθηκε απόλυτα. Κανένα «σύστημα», εκλογικό ή άλλο, δεν το εμπόδισε στην πορεία του προς την κυβέρνηση..
Στη Βρετανία, επί παραδείγματι, ο δικομματισμός με βαθιές ιστορικές ρίζες εδώ και έναν αιώνα δυο πολιτικών σχηματισμών, των Συντηρητικών και των Εργατικών, είναι απόρροια του εκλογικού συστήματος, μονοεδρικού και πλειοψηφικού. Κι όμως, οι Εργατικοί, από την εποχή της επικράτησης των Συντηρητικών της Μάργκαρετ. Θάτσερ το 1989 έκαναν 18 ολόκληρα χρόνια να επανέλθουν με τον Τόνυ Μπλαιρ στην εξουσία του 1997, ενώ οι πρόσφατες εκλογές (4/7) έφεραν και πάλι τους Εργατικούς στην εξουσία μετά από 14 χρόνια.(βλ. την ανάλυση του Ρωμανού Γεροδήμου «Η ακτινογραφία των βρετανικών εκλογών», Athens Voice, 9/7/24). Το πώς μεταφράζεται η δύναμη των κομμάτων από ποσοστά σε έδρες, όπως συνέβη και στο Β’ γύρο των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία (7/7), είναι άλλο θέμα, που χρειάζεται άλλη συζήτηση.
Το «σύστημα», λοιπόν, μπορεί να ισορροπεί σε πολλά σημεία και με διάφορους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων. Ουδείς «δεύτερος πόλος» πρόκειται να αποκαταστήσει κάποια ανύπαρκτη «αν-ισορροπία» πόσω μάλλον να απειλήσει την κυριαρχία της ΝΔ αν δεν καταφέρει να αποκτήσει κοινωνική και πολιτική απήχηση ικανή να μεταφραστεί αντίστοιχα σε μέγεθος ικανό να αντικαταστήσει τη ΝΔ στην κυβέρνηση με αυτοδυναμία.
Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα πολιτικά-κομματικά τους συστήματα στερούνται ισορροπίας, ότι είναι αν-ισόρροπα; Πράγματι, η ύπαρξη κυριάρχου κόμματος δεν είναι συνηθισμένη στα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, μονοκομματικές κυβερνήσεις είναι μάλλον σπάνιες. Σήμερα, δεν υπάρχουν πολιτικά κόμματα που να μπορούν να προσεγγίσουν εκλογικά ποσοστά γύρω στο 40% και πλέον. Η ελληνική περίπτωση είναι προϊόν ορισμένων συνθηκών. Δεν ξέρω αν έχει νόημα ή είναι αναλυτικά χρήσιμο να την χαρακτηρίσουμε ιδιότυπη (Γ. Βούλγαρης, τα ΝΕΑ, 22-23/6/2024) παρά μόνο στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ως προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Επομένως, ως παροδικό με την έννοια ότι η αλλαγή συνθηκών θα συνεπιφέρει και την αλλαγή στο επίπεδο αυτό. Αυτονόητο.
Αυτό που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι ότι όλη αυτή η συζήτηση έχει ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο, δε συσχετίζεται με τη δημοκρατία. Απλώς, με διάφορα προσχήματα, επιδιώκεται με κάθε μέσο η συγκρότηση κάποιας «Κεντροαριστεράς», ένα ενιαίο Μέτωπο τουλάχιστον των δυο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, ένας δεύτερος «προοδευτικός πόλος» με προοπτική εξουσίας. Πρόκειται για παρωχημένη και απαρχαιωμένη αντίληψη, που εξυπηρετεί μόνο όσους επιδιώκουν άλλους στόχους, που δεν έχουν καμιά σχέση με την πολιτική σταθερότητα και τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της χώρας, την πρόοδό της. Η διαρκής κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και ο τραγέλαφος στο ΠΑΣΟΚ, όπου επιδιώκεται από την νύχτα των Ευρωεκλογών η εκθρόνιση του κ. Ανδρουλάκη και η επιβολή κάποιας ηγεσίας πρόθυμης για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύουν ακριβώς ότι το πρόβλημα στα κόμματα της αξιωματικής και ήσσονος αντιπολίτευσης, είναι κυρίως πολιτικό και ιδεολογικό, ταυτοτικό δεν έχει σχέση με κάποιο υποτιθέμενο δέον σύστημα πολιτικο-κομματικής ισορροπίας.
Γι αυτό και η συζήτηση μερί «ανισορροπίας» δεν έχει κανένα νόημα, ενώ ο συνδυασμός της «ισορροπίας» με τον δικομματισμό είναι όχι μόνο πολιτικά διαβλητός αλλά εκτός χρόνου και τόπου.
Χρειάζεται η χώρα να επανέλθει σε ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα; Εξυπηρετεί την πολιτική και οικονομική σταθερότητα, τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της χώρας;
Χρειάζεται να το συζητήσουμε.
Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα athensvoice.gr και metarithmisi.gr