Δημήτρη Χαραλάμπη «Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός — Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα»

Ο Κ. Βασιλείου γράφει για το βιβλίο του Δημήτρη Χαραλάμπη, «Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός — Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα», εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1989

«Η μελέτη που ακολουθεί είναι ιδιαίτερα φιλόδοξη»: πρόκειται για μια τοποθέτηση του ίδιου του συγγραφέα, με την οποία μάλιστα προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη, εφόσον διατυπώνεται στην πρώτη κι όλας πρόταση του εισαγωγικού του σημειώματος. Και πράγματι είναι φιλόδοξη. Αλλά οι φιλοδοξίες είναι θεμιτές —και ανεξάντλητες θα πρόσθετα— όταν πρόκειται για επιστημονική προσπάθεια συνειδητή.

Τα όρια και οι περιορισμοί προκύπτουν από το δύσβατο του αντικειμένου της έρευνας και την ανεπάρκεια των θεωρητικών εργαλείων για την κατανόηση, εξήγηση και ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων.

Η μελέτη του Χαραλάμπους αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός «ερμηνευτικού θεωρητικού μοντέλου» για την πολιτική σφαίρα και ιδιαίτερα για την αποκρυπτογράφηση της σχέσης μορφή – περιεχόμενο. Ηθελημένα το μοντέλο παραμένει σε αφηρημένο επίπεδο, ακριβώς για να διερευνήσει τις σχέσεις μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού στοιχείου και κατά συνέπεια οι ερμηνείες των ιστορικών περιόδων με τις οποίες καταπιάνεται βασίζονται σε δευτερογενείς πηγές.

Η σταθερή αναφορά στο θεωρητικό έργο του Νίκου Πουλαντζά και ιδιαίτερα στο ιδιαίτερό του βιβλίο «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» (1978), αποτελεί μια στέρεα βάση για την οικοδόμηση των εννοιών του μοντέλου ερμηνεία του, μολονότι θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με την άποψη ότι στο έργο αυτό του Πουλαντζά σημειώνεται τομή.

Ο Χαραλάμπης εκκινά από τον 19ο αιώνα για να αναλύσει τα στοιχεία που συγκροτούν την πολιτική σφαίρα στην Ελλάδα

μετά την Ανεξαρτησία και να ερμηνεύσει τα πλαίσια και το περιεχόμενο του κοινοβουλευτισμού, σε συνδυασμό με το σύστημα της πολιτικής πατρωνείας και πελατείας.

Βασική του διαπίστωση που διατρέχει όλη την ανάλυσή του διαχρονικά και αποτελεί και το απόσταγμά της— είναι ότι η κοινωνική συναίνεση, ανισοβαρών βέβαια κοινωνικών στρωμάτων, πραγματώνεται εξωθεσμικά, εξω-αντικειμενικά, άτυπα, μέσω του διαπροσωπικού -πελατειακού συστήματος. Με άλλα λόγια, η έλλειψη θεσμοποίησης θα παρακολουθεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα μέχρι τις μέρες μας.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα περίοδος η οποία τίθεται πάνω στην ανατομική και αναλυτική τράπεζα, είναι η περίοδος του Μεσοπολέμου που ακολουθεί την τομή του 1909, όταν το κλασικό πελατειακό μοντέλο του πολιτικού συστήματος οδηγείται σε αδιέξοδο.

Η εθνικιστική ιδεολογία, ο λαϊκισμός και ο χαρισματικός πολιτικός ηγέτης, οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική, οι κρατικιστικές πρακτικές και ο κορπορατιβισμός, η αδυναμία συγκρότησης κομματικής δημοκρατίας, όπως στις προηγμένες δυτικές χώρες, αποτελούν ιδιάζοντα φαινόμενα της περιόδου, που ωστόσο αφήνουν σοβαρά ίχνη στην πολιτική σφαίρα.

Οι παλινδρομικές κινήσεις μεταξύ εκσυγχρονισμού και συντήρησης, υπό την ευρεία κι όχι κομματική έννοια του όρου, αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης στην περίοδο μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Και από αυτήν την άποψη εξετάζονται τόσο ο ατελής και αυταρχικός κοινοβουλευτισμός που επεκράτησε μέχρι το 1967, οι πολιτικές κρίσεις και η «διέξοδος» του στρατιωτικού πραξικοπήματος (1967), όσο και οι επιπτώσεις του δικτατορικού καθεστώτος (1967-74) στην μετέπειτα έξαρση του λαϊκισμού.

Η περίοδος μετά το ’74 (μέχρι πρόσφατα) είναι αρκετά συμπυκνωμένη, τουλάχιστον από άποψη χώρου κι ίσως αυτό να αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη ορισμένων σημείων και παρατηρήσεων, που παρουσιάζουν βέβαια εντονώτερο ενδιαφέρον ακριβώς γιατί αναφέρονται σε εκτιμήσεις της «σημερινής, τρέχουσας ιστορίας…».

Το χρονικό διάνυσμα που καλύπτει η μελέτη του Χαραλάμπη είναι αρκετά μεγάλο κι αυτό, χωρίς να αλλοιώνει το βασικό ερμηνευτικό σχήμα, γίνεται μάλλον σε βάρος της περαιτέρω ανάπτυξης ορισμένων σημείων.

Η συμπύκνωση των ιστορικών περιόδων, τουλάχιστον μέχρι τον πόλεμο, θα συγκροτούσε ίσως καλύτερα τα βασικά συμπεράσματα, επιτρέποντας την αφιέρωση μεγαλύτερης έντασης στη «σύγχρονη εποχή» και τη χρήση πρωτογενών πηγών.

Ωστόσο, το τελικό ερώτημα είναι αν τα στοιχεία που συγκροτούν το «ερμηνευτικό μοντέλο» ενεργοποιούνται και εφαρμόζονται δημιουργικά στο επιχειρησιακό πεδίο του πολιτικού στοιχείου, όπως διαμορφώνεται σε αυτές τις συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Νομίζω ότι η απόπειρα στέφεται γενικά με επιτυχία, σε σύγκριση πάντα με τις υποθέσεις εργασίας και την εννοιολογική τους υποστήριξη που υιοθετεί ο Χαραλάμπης.

Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, αν και σε ορισμένα σημεία δύσκολο, βιβλίο, το οποίο αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην προσπάθεια των κοινωνικών επιστημόνων να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν το ελληνικό πολιτικό φαινόμενο.